Ημερομηνία δημοσίευσης: 01/01/2012 Εφημερίδα "Η ΑΥΓΗ"
του Δημήτρη Νόλλα
Ο θάνατος το 'στρωσε κι ετούτη τη χρονιά και σκέπασε τον Χιόνη.
Πάνε σαράντα χρόνια απ' όταν γνώρισα τον ποιητή με θολωμένα μάτια απ' τις πιτσιλιές της υγρασίας που ανέβαιναν απ' των Αρχόντων το κανάλι (ή ήταν των Πριγκίπων;), ζυμωμένες με ζύθο και γενίβα. Μάτια πιτσιλωτά που τον ακολουθήσαν μιαν ολόκληρη ζωή, ακόμα κι όταν επέστρεψε στη μυθική και φωτεινή Πλατεία Αττικής των παιδικών του χρόνων. Μια γειτονιά που ποτέ δεν πρόδωσε, ίδια με τη ζωντανή σχέση που διατηρούσε με τους παλιούς του φίλους από τη δύσκολη εποχή της βιοπάλης. Αγάπη και πίστη που ποτέ δεν απαρνήθηκε. Αναχρονιστικά πράγματα, καταπώς μαρτυρούν οι νέοι χρόνοι.
«Αλήθεια, Αργύρη, πώς μπορεί κανείς να ζει στις Κάτω Χώρες», τον ρώτησε μια φορά ο φιλοπαίγμων Γιάννης κι εκείνος του απάντησε πως δεν είναι δα κι ο κάτω κόσμος. «Μια χώρα κάτω απ' τα νερά, Γιάννη μου, όπως όλοι μας. Μια χώρα που βουλιάζει είναι», είχε απαντήσει ο Αργύρης με τη γλυκιά ζυγιασμένη φωνή του, με την οποία κρατούσε πάντα το ρυθμό των ποιημάτων του, ακόμη κι όταν χρειαζόταν να την μετατρέψει σε βραχνή και σπηλαιώδη, μετά από κάποια Παπαγεώργεια κραιπάλη, διεκδικώντας, «κουφάλες, τα ποτά μας!»
Όπως κάθε ποιητής που γράφει και ξαναγράφει ό,τι τον γυροφέρνει, έτσι κι ο Χιόνης είχε προλάβει να μεταγράψει το λόγο του Πασκάλ, ζωγραφίζοντας την αναπόφευκτη σκιά που ταλαντεύεται απάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος, το πιο ωραίο, ίσως, αντικείμενο, κυρίως όταν μένει ακίνητος και σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου ή του τοπίου, λησμονημένος και σχεδόν αόρατος. Όσο πιο ακίνητος ο άνθρωπος, όσο πιο σιωπηλός τόσο πιο ωραίος· όσο πιο αόρατος τόσο καλύτερα για το δωμάτιο ή το τοπίο. (Α.Χ.)
Ξέρει ο Θεός που συγχωρεί τα πάντα, στον ποιητή Αρχέντε Νιέβες έλεος να δώσει.
___________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου