..................................* Διαδικτυακές σελίδες για τα σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα... *

~~

......................................................."Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"

Το «Βήμα του Πολίτη»

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Η γυναίκα στα δημοτικά μας τραγούδια

Νικόλαος Γύζης (1842-1901) – Μάνα με παιδί.

Η γυναίκα στα δημοτικά μας τραγούδια
Κείμενο: Τάκης Σταματόπουλος

Είναι γενική πεποίθηση, ότι τα δημοτικά τραγούδια κατέχουν ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική ποίησή μας. Η αυθόρμητη και πηγαία τους έμπνευση, η δωρική τους απλότητα, η αφέλεια, η ζωηρότητα των εικόνων, η φυσικότητα και η ζωντάνια των προσώπων, η διαφάνεια και η καθαρότητα των σκέψεων με την αδρή τους γλώσσα, τα καθιστούν όχι μόνο ευχάριστα κι αξιαγάπητα, αλλά κι από τα ωραιότερα δημοτικά τραγούδια.
Βέβαια, δεν εννοούμε, ότι όλα τα δημοτικά μας τραγούδια, που είναι χιλιάδες, είναι όλα χωρίς εξαίρεση ωραία, όμως τα πραγματικά ωραία, είναι πάρα πολλά και τα τοποθετούν στην πρώτη σειρά των δημοτικών τραγουδιών. Και είναι χαρακτηριστικό, πως ο μεγάλος ποιητής της Γερμανίας, ο Γκαίτε, θαυμαστής και μεταφραστής δημοτικών μας τραγουδιών, επιθυμούσε ν’ αξιωθεί να γράψει αντάξιους στίχους με τη διάφανη ωραιότητα και την απλή μεγαλοπρέπεια του γνωστού δημοτικού μας τραγουδιού:
«Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γερνάνε, που χάρο δεν ακαρτερούν, φονιά δεν περιμένουν. Μόν’ περιμένουν άνοιξη, τόμορφο καλοκαίρι, να πρασινίζουν τα βουνά, να λουλουδούν οι κάμποι.»
[ακούγεται εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=iEh0v6UUjPc]
Ιδιαίτερα για μας τους Έλληνες, τα δημοτικά τραγούδια, έχουν και γι’ άλλο λόγο μεγαλύτερη σημασία και αξία, εξόν από την καθαρά αισθητική τους. Ότι, δηλαδή, μας χρησιμεύουν σα μοναδική σχεδόν πηγή για να λάβουμε μιαν ιδέα, για τη ζωή του ελληνικού λαού, σε όλες τις πλευρές και τις εκδηλώσεις του κατά τους δύσκολους χρόνους της δουλείας του. Σε μιαν εποχή, που δεν είναι αρκετές οι ιστορικές πήγες, όσο κι αν οι ξένοι περιηγητές μας δίνουν μερικά στοιχεία, όμως η ιστορική έρευνα δεν κατόρθωσεν ακόμα και ίσως θα περάσει καιρός, όσο να έρθουν στο φως τα τουρκικά κι άλλα αρχεία, που θ’ αποκαλύψουν τον πέπλο που σκεπάζει τη μακρινή και δύσκολη αυτή περίοδο του ελληνισμού.
Οπωσδήποτε όμως, τα δημοτικά τραγούδια, μας δίνουν τουλάχιστο ανάγλυφες τις αντιλήψεις του ελληνικού λαού για τη ζωή, για το θάνατο, τις χάρες και τις λύπες, τους πόθους και τους καημούς του, τις συνήθειες του και τις πολύχρονες προσπάθειές του ν’ ανακτήσει τη λευτεριά του.
Ανάμεσα λοιπόν στον ανεκτίμητον αυτό θησαυρό των δημοτικών μας τραγουδιών, θ’ αναζητήσουμε και τη φυσιογνωμία της γυναίκας της Ελληνίδας γυναίκας, στις τέσσερις μορφές της, δηλαδή της μάνας, της παντρεμένης, της αδερφής και της φίλης.
Η μάνα, σε κανενός άλλου έθνους, σχεδόν δεν έχει την εξαιρετική θέση, που της δίνει το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, που την έχει ανεβάσει στο υψηλότερο ηθικό βάθρο, που μπορεί να στηθεί μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία.
Ο δημοτικός τραγουδιστής, βλέπει παντού τη μάνα, τη στοργή της τον ίσκιο της, τη γνώμη, τη φροντίδα της, την αγωνία της, και τα στολίζει με τα όμορφα λουλούδια του στίχου του. Στον πόλεμο, στην ξενιτιά, στον έρωτα, στο γάμο, στο θάνατο, σε κάθε μεγάλη και σοβαρή περίσταση, που αξίζει να τραγουδηθεί, η μορφή της μάνας κυριαρχεί. Και ο λαϊκός ποιητής, δε χάνει ποτά τη μάνα του, από τα μάτια της ψυχής του.
Άπειρα είναι τα δημοτικά τραγούδια που έχουν θέμα τους τη μάνα κι εκφράζουν την αιώνια αλήθεια, ότι η μητρική στοργή, ο μητρικός πόνος, είναι το βαθύτερο και σταθερότερο, το πιο καθολικό και αμετάβλητο αίσθημα του ανθρώπου. Και ο τραχύς πολεμιστής ημερεύει και γλυκαίνει τη φωνή του μ’ άφθαστη τρυφερότητα στη θύμηση της μάνας του και γλυκορωτάει τα δέντρα του δάσους:
«Ακούω τα δέντρα και βογγάνε και τις οξυές και τρίζουν
κάθισα και τα ρώτησα γλυκά σαν την μανούλα,
τι έχετε οξυές που χλίβεστε, λημέρια που βογγάτε;»
Στους πολεμικούς θριάμβους του, θυμάται περήφανα τη μάνα του:
«Νάσουνα πετροπέρδικα στα πλάγια του πετρίλου
Ν’ αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά στα παλληκάρια.»
Στο θάνατο, δεν έχει άλλη σκέψη παρά τη μάνα του:
«Πούσαι μανούλα πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι.»
Και για ένα μονάχα φροντίζει: πεθαίνοντας να μην την πικράνει:
«Να μη το μάθει η μάνα του κι απ’ τον καημό πεθάνει …»
Μαζί με τη μάνα του, συλλογίζεται και την αδερφή του:
«Ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε και σας ακούσει η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου. Μην πείτε πως σκοτώθηκα, να μην κακοκαρδίσουν.»
Η μάνα παρακολουθεί τους κλέφτες στον κίνδυνο, τους βοηθάει και τους παρηγορεί:
«Τον Κίτσο τον επιάσανε και πάν’ να τον κρεμάσουν. Κι όλο ξοπίσω πήγαινε η δόλια του η μανούλα.»
Γίνεται και η ίδια ηρωίδα, κατά τους δύσκολους χρόνους της σκλαβιάς, όπως η περίφημη Δέσπω, η Λένα του Μπότσαρη, η Κοντογιάνναινα και άλλες.
Στον έρωτα και στο γάμο, κυριαρχεί η παρουσία της μάνας, η γνώμη της βαραίνει ή μάλλον αυτή ρυθμίζει, κυριολεκτικά τις μεγάλες υποθέσεις της οικογενειακής ζωης:
«Πάω να το πω της μάνας μου κι ότι μου πει θα κάνω», απαντάει η φρόνιμη κόρη, όταν τη ζητάν σε γάμο.
Άλλη όμως πιο ντροπαλή, εκφράζεται με χαριτωμένο τρόπο την ερωτική ανησυχία που την βασανίζει:
«Μάνα στη μέση δε χωρώ, στην άκρη δεν κοιμούμαι,
Στρώσε μου έξω στην αυλή, ή έξω στο περβόλι·
να πέφτουν τ’ άνθη απάνω μου, τα μήλα στην ποδιά μου», κλπ.
Μα και ο ερωτευμένος ακόμα, ο ήρωας Ακρίτας Κωνσταντής, στη μάνα του καταφεύγει:
«Κινάει και πάει στο σπίτι του σα μήλο μαραμένος. Μάνα κάρδια, μάνα ψυχή, μάνα και το κεφάλι.»
Εκεί όμως, όπου ακόμα ξεκάθαρα φαίνεται, η μεγάλη της θέση μέσα στην οικογένεια, είναι στο περίφημο για τη δραματική ωραιότητά του ακριτικό τραγούδι:
«Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, κλπ. ‘
Στο θάνατο, η μάνα δίνει τον τραγικότερο τόνο. Η παρουσία της μαλακώνει τον πόνο και η απουσία της κάνει πιο πικρό το θάνατο:
«Αν δεν φουσκώσει η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει
κι αν δεν σε κλάψει η μάνα σου, ο κόσμος δεν δακρύζει.»
Γι’ αυτό και ο σπαραχτικότερος θρήνος είναι, όταν:
«Κλαίνε οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.»
Τα «μοιρολόγια» μάλιστα για χαμένα προσφιλή πρόσωπα (δημιουργήματα γυναικών), είναι από τα ωραιότερα. «Τα μοιρολόγια γράφει ο Σπ. Ζαμπέλιος των γυναικών μας, θαυμαστά ελεγειογραφώς αριστουργήματα, αυτόφυτα της ελληνικής ευαισθησίας προϊόντα, κινούσι τον θαυμασμόν των ποιητών και εφελκύουσι των γραμματολόγων την προσοχήν, όσον ουδέν άλλο, έστω και το εντεχνότερον, των λοιπών εξευγενισμένων και τετορνευμένων ημών στιχουργημάτων.»
Η απαρηγόρητη μάνα, δεν μπορεί να το πιστέψει, δεν το χωράει ο νους της, ότι έχασε τον αγαπημένο γιό της, παρακαλεί να ξαναγυρίσει και υπόσχεται όλα τα καλά του κόσμου:
«Λελούδια νάχω στην αυλή, τριαντάφυλλα στρωμένα.»
Και στην απόγνωσή της, παρακαλεί για ύστατη φορά:
«Σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσεις άνοιξε τα ματάκια σου να μ’ αποχαιρετήσεις να μας αφήσεις το ‘χε γεια και το μεγάλο πόνο.»
Μα και ο ζωντανός ακόμα χωρισμός για τον ξενιτεμό, καθώς λέει και ο λαϊκός στίχος:
«Χωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.»
δεν είναι λιγότερο σπαραχτικός κι από το θάνατο. Και πάλιν η μορφή της μάνας κυριαρχεί και ο ξενιτεμένος τη μάνα του κυρίως αποχαιρετάει:
«Σ’ αφήνω γεια μανούλα μου, σ’ αφήνω γεια πατέρα, θα φύγω μάνα και θάρθω και μην πολυλυπιέσαι.»
Η επιβολή της μάνας μέσα στο σπίτι γίνεται απόλυτη προπάντων μετά το θάνατο του άντρα. Αναπληρώνει σε όλα τον πεθαμένο άντρα της, αντροποιείται τέλεια και δεν διευθύνει απλά το σπίτι, δεν έχει μονάχα τη βαρύτερη γνώμη, αλλ’ αναλαβαίνει και υποχρεώσεις και καθήκοντα, που νομίζονται ανώτερα στη γυναικεία φύση.
Γίνεται ηρωίδα, όταν οι περιστάσεις το καλούν. Δεν δειλιάζει μπροστά σε τίποτα. Ζει, κινείται, αναπνέει, μ’ ένα μόνο σκοπό, να εκπληρώσει κάποιο υψηλό χρέος. Μια τέτοια ηρωίδα, τραγική βέβαια, γεμάτη όμως ηρωικό μεγαλείο, που μας θυμίζει περίφημες δραματικές ηρωίδες της αρχαιότητας, την Ηλέκτρα και την Αντιγόνη, που τα θυσιάζουν όλα πρόθυμα και προπάντων τη δική τους ευτυχία σ’ ένα ανώτερο ηθικό όσο κι αν είναι αιματοβαμμένο καθήκον είναι και μία Μανιάτισσα.
Είχαν δολοφονήσει τον άντρα της, πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα, ζει ντροπιασμένη, αποκομμένη από τον κόσμο και ανατρέφει τα παιδιά της να μεγαλώσουν με μοναδική σκέψη και φροντίδα, να εκδικηθούν το σκοτωμένο τους πατέρα:
«Να μεγαλώσεις, ν’ αξιωθείς και το σαρμά να ζαλωθείς. Να κυνηγήσεις το φονιά απο γκρεμνά κι από βουνά. Το δίκιο μας να γδικιωθεί το αίμα του πατέρα σου. Όπου τον εσκοτώσασι άδικα και παράλογα κι είχενα πάντα την ντροπή και δεν συναναστρεφόμουν μ’ ανθρώπους να με βλέπουσι.»
Ήτανε λοιπόν Λαμπρή, γυρίζει από την εκκλησία, στρώνει στα παιδιά της να φάνε και βάνει ένα πιάτο παραπάνω στο τραπέζι. Τα παιδιά της περίεργα τη ρωτάν για ποιον είναι το περίσσιο πιάτο. Κι αυτή τους απαντάει, ότι είναι του πατέρα τους:
«Που μένει ακόμη αγδίκιωτος γιατ’ ήσασταν εσείς μικρά.»
Όμως τώρα που μεγάλωσαν, τα προστάζει να εκδικηθούν το σκοτωμένο πατέρα τους:
«…αλλιώς και δεν το κάμετε, χαΐρι [σ.σ. προκοπή] να μην έχετε. Η μαύρην η κατάρα μου, να σας ακολούθαει παντού.»
Τα παιδιά, δακρυσμένα, την καθησυχάζουν:
«Έλα μάνα κάτσε κοντά να φάεις από το ψητό τ’ αρνί και να μας δώσεις την ευχή, από καρδιά κι από ψυχή και μεις θε να το πάρουμε το αίμα του πατέρα μας.»
Πραγματικά, δεν άργησε η τιμωρία. Τα παιδιά εκδικιούνται τον πατέρα τους σκοτώνοντας τον εχθρό και γεμάτα χαρά γυρίζουν στη μάνα τους και της αναγγέλνουν:
«Μάνα τα συχαρίκια μας το πήραμε το δίκιο μας.» Κι η μάνα τους τ’ αγκάλιασε και σταυρωτά τα φίλησε:
«Τώρα είμαι μάνα με παιδιά και δεν είμαι πεντάρφανη.»
Η παντρεμένη: Η μορφή της γυναίκας μάνας, κυριαρχεί σε μεγάλο αριθμό δημοτικών τραγουδιών. Δεν μπορούμε να ειπούμε όμως το ίδιο και για τη γυναίκα σύζυγο. Το αντίθετο μάλιστα, η θέση της είναι πολύ μειονεκτική και κυριαρχεί απόλυτα η μορφή του άντρα. Όπως περιορισμένη πολύ και ασήμαντη ήταν η θέση της γυναίκας στην αρχαία και βυζαντινή Ελλάδα, έτσι και στην Τουρκοκρατία, η παντρεμένη γυναίκα στέκει παράμερα στη ζωή.
Η παντρεμένη, δεν στάθηκε ποτέ ισότιμη σύντροφος του άντρα της, αλλά ένα πλάσμα χωρίς προσωπικότητα, χωρίς ιδιαίτερη δράση, που θα την ανύψωνε και θα την έκανε ν’ αποβεί η ίδια μια δύναμη.
Οι ανατολικές αντιλήψεις, που είχαν μεταδοθεί, μεγάλωσαν τους περιορισμούς, την εκμηδένισαν, την απομάκρυναν από κάθε κοινή προσπάθεια, από κάθε συνεργασία με τον άντρα, την εμπόδισαν να είναι σύντροφός του και την είχαν καταντήσει ένα απλό όργανο ηδονής και τεκνοποίησης. Ο άντρας, είναι «ο αφέντης», ο απόλυτος κύριος, που σ’ αυτόν υποδουλώνεται, αφοσιώνεται, εκμηδενίζεται, υποτάσσεται ψυχικά και σωματικά ολότελα:
«Πάρε μ’ αφέντη μ’ πάρε με, πάρε κι εμέ κοντά σου, να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι. Να γίνω γης να με πατείς, γιοφύρι να διαβαίνεις, να γίνω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου. Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα.»
Ύψιστο ηθικό καθήκον είναι η πίστη, η διαφύλαξη της συζυγικής τιμής και η ενάρετη αναμονή του γυρισμού του ξενιτεμένου άντρα, όσα χρόνια κι αν περάσουν:
«Γιατί δακρύζεις λυγερή και βαρυαναστενάζεις; Μήνα πείνας, μήνα δiψάς, μην έχεις κακή μάνα; Μήτε πεινώ, μήτε διψω, μήτ’ έχω κακή μάνα. Ξένε μου κι αν εδάκρυσα κι αν βαρυαναστενάζω, τον άντρα ‘χω στην ξενιτιά και λείπει δέκα χρόνους. Κι ακόμα δυο τον καρτερώ και τρεις τον παντυχαίνω. Κι αν δεν ερθεί, κι αν δεν φανεί, καλόγρια θα γένω, θα πάγω σ’ έρημα βουνά, να στήσω μοναστήρι και στο κελί θα σφαλιστώ στα μαύρα θελά βάψω.»
Η αφοσίωση, λοιπόν, η υποταγή της είναι ολική. Όχι μόνο δεν υπάρχει καμία ισοτιμία, αλλά και μερικές φορές (όταν έρχονται δύσκολοι χρόνοι κι αρχίζουν τα χρέη και η φτώχεια), η παντρεμένη γυναίκα μεταβάλλεται σε απλό RES (πράγμα), που υπόκειται σε μεταπώληση, όπως και τα ζώα:
«Έχει ο Κοντοθόδωρος, μιαν όμορφη γυναίκα· τόνε ζηλεύει η γειτονία, τόνε ζηλεύει η χώρα, τόνε ζηλεύουν οι άρχοντες κι ούλα τα παλληκάρια, Σαν τον ζηλεύει ο βασιλιάς, κάνεις δεν τον ζηλεύει. Να του την πάρουν δεν μπορούν, να του την κλέψουν όχι. Πιάνουν και χαρατσώνουν τον, ένα βαρύ χαράτσι.»
Και ο καημένος ο Κοντοθόδωρος, αφού πούληοε όλα τα υπάρχοντα του, για να ξεπληρωθεί τα χρέη και δεν το κατόρθωσε, αποφάσισε χωρίς μεγάλη δυσκολία να πουλήσει και τη … γυναίκα του:
«Μόν’ η καλή τ’ απόμεινε και πάει να την πουλήσει.»
Και με πολλή πραγματική λεπτότητα:
«Από το χέρι την κρατεί, περιγιαλού την πάγει.»
Κι αρχίζει τότε το παζάρεμα:
«Ποιος παίρνει κόρην όμορφη, ξανθή και μαυρομάτα; Χίλια φλωριά τα χείλη της, τα μάτια δυο χιλιάδες κι ο γύρος του προσώπου της, αμέτρητο λογάρι…»
Η συμβίωση λοιπόν και η τύχη της παντρεμένης γυναίκας, εξαρτιόταν κατα πρώτο και κύριο λόγο, από τις ιδιορρυθμίες, τις ικανότητες, τις βιοτικές ανάγκες και τον χαρακτήρα του άντρα τους, αλλά επίσης και από την ιδιομορφία της ίδιας της γυναίκας.
Βέβαια ο θεσμός του γάμου τότε, ήταν πολύ καταθλιπτικός για τις γυναίκες και η πλειοψηφία τους συμβιβαζόταν τελικά. Δεν έλειπαν όμως και οι εξαιρέσεις. Δεν ήσαν όλες βολικές, υποτακτικές κι αφοσιωμένες στο μοναδικό κυρίαρχο τον άντρα «αφέντη». Υπήρχαν και δυναμικές αντρογυναίκες και άλλες λίγο ή πολύ ασυμβίβαστες, ανυποχώρητες και άλλες αδιάφορες, ακόμα και άπιστες.
Όταν μάλιστα τύχαινε ο άντρας να υστερεί διανοητικά ή και να είναι ασθενικός στο σώμα και στη θέληση και η γυναίκα με περισσότερη εξυπνάδα και έμφυτες ανησυχίες κι επιθυμίες για χαρούμενη ζωή, οι όροι αντιστρέφονται και ακολουθεί η αδιαφορία της γυναίκας, η ανυπακοή και λοιπά επακόλουθα.
Ίσως παραπλήσιο παράδειγμα να είναι η κυρά Μαριόρα, από τα Δημοτικά τραγούδια της Θράκης:
Μώρ’ Κυρα Μαριώρα, πείνασ’ ο άντρας σου.
Σαν επείνασε και τι», ο χορός καλά κρατεί.
Το ψωμί ‘ναι μέστ’ αμπάρι, ας ανοίξει να το πάρει.
Το νερό ‘ναι στο σταμνί κι ας σηκωθεί να το πιει.
Μωρ’ Κυρά Μαριώρα, αρρώστησ’ ο άντρας σου.
Σαν αρρώστησε και τι, ο χορός καλά κρατεί.
Αγιασμός μέσ’ το καυκί, ας τον πιει να γιατρευτεί.
Μωρ’ Κυρά Μαριώρα, πέθαν’ ο άντρας σου.
Σαν επέθανε και τι κι ο χορός καλά κρατεί.
Οι γυναίκες ας τον κλάψουν κι οι παπάδες ας τον θάψουν.
Το λιβάνι στο χαρτί κι η λαμπάδα στο καρφί.
Άλλη, που ατύχησε φαίνεται στο γάμο της, κατηγορεί τη μάνα της κι εκφράζει τα παράπονά της, σα να θέλει να ξαναγυρίσει στην ορεινή της περιοχή:
«Μάνα με κακοπάντρεψες και μ’ έστειλες στους κάμπους κι εγώ στους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω. Θα μαραθούν τα χείλια μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν.»
[…]
Πηγή: Τάκης Αργ. Σταματόπουλος, Χρονικά και μελέτες, Η γυναίκα στα δημοτικά μας τραγούδια (απόσπασμα), εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1977.

___________________
από 

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Έκθεση ζωγραφικής της Μαρίβας Ζαχάρωφ: «Η ζωή έχει και πολλές αποχρώσεις του Γκρι»

  ΔΗΜΟΤΙΚΗ  ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ  ΠΕΙΡΑΙΑ  

Η Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά έχει τη χαρά να παρουσιάσει την δεύτερη ατομική έκθεση, «Η ζωή έχει και πολλές αποχρώσεις του Γκρι», της Μαρίβας Ζαχάρωφ, εικαστικού, μέλους Ε.Ε.Τ.Ε., που πλαισιώνει τον Εορτασμό της Εκατονταετηρίδας των LIONS και τελεί υπό την Αιγίδα του Δήμου Πειραιά. 
Η έκθεση εγκαινιάζεται στις 19/12/2016 στις 19:00 και θα διαρκέσει έως τις 25/12/2016.


Η Μαρίβα Ζαχάρωφ είναι δυναμική εικαστικός. Αναπτύσσει μια οπτική γλώσσα με τη χρήση εξπρεσιονιστικού σχεδίου, των μεικτών τεχνικών και των εγκαταστάσεων στο χώρο προκειμένου να απεικονίσει ανθρώπινα ζητήματα, τα οποία αφορούν όλους μας. Η δουλειά της έχει μια ισχυρή αίσθηση του χιούμορ, της γλυκύτητας και της έντασης.
Η Μαρίβα Ζαχάρωφ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Μεγάλωσε στο Βέλγιο και σπούδασε στη Μεγάλη Βρετανία, εξασφαλίζοντας υποτροφία του Shillizzi Foundation. Είναι εικαστικός διεθνώς βραβευμένη, μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, ενώ δουλειά της συμπεριλαμβάνεται στις συλλογές διαφόρων Ελληνικών Μουσείων και Ιδρυμάτων. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα, εκθέτοντας παράλληλα σε φεστιβάλ τέχνης σε Ελλάδα, Ευρώπη και Αμερική από το 2001. Έχει εξασφαλίσει εγχώριες και διεθνείς δημοσιεύσεις, καθώς και χρηματικό έπαθλο για την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου από το Sidney Perry Foundation. Έχει πραγματοποιήσει μία ατομική έκθεση στην γκαλερί Αστρολάβος-Δεξαμενή, ενώ το 2012 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 5η Διεθνή Μπιενάλε του Πεκίνο. 




Στην δεύτερη αυτή ενότητα ζωγραφικών έργων μεγάλων διαστάσεων, πάντα με φόντο το παιδί και επηρεασμένη από τις εικόνες παιδιών τις Μέσης Ανατολής και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, έτσι όπως τα βίωσε από τα ταξίδια της, η Μαρίβα Ζαχάρωφ δημιουργεί μια θεματική με πίνακες μεικτής τεχνικής, με κάρβουνο και ακρυλικά χρώματα. Σκοπός είναι να παρουσιάσει τις λεπτές ισορροπίες και τις εύθραυστες σχέσεις στις οποίες ακροβατούν τα παιδιά προκειμένου να επιβιώσουν. Δουλεύουν από πολύ μικρή ηλικία ή κλείνονται σε διάφορα ιδρύματα όταν οι γονείς δεν μπορούν να τα συντηρήσουν ή μπαίνουν σε ρόλους ενηλίκων. Αναγκάζονται έτσι σε μια πρώιμη ενηλικίωση και μαθαίνουν ότι δεν είναι τα πάντα άσπρο-μαύρο στη ζωή. Υπάρχουν και πολλές αποχρώσεις του γκρι και ανάμεικτες γλυκό-πικρές καταστάσεις απ’ τις οποίες καλούνται να βγουν αλώβητα.

Όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια: «Επέλεξα μονοχρωματική παλέτα με βάση την τονικότητα για να εκφράσω τις εύθραυστες σχέσεις που αναπτύσσονται όταν τα περιβάλλοντα γίνονται ασφυκτικά για ίδια τα παιδιά. Προκειμένου να φτάσω σε κάποιο αισθητικό αποτέλεσμα και να καταλήξω στο χρώμα Γκρι, είδα πως το αντιμετώπισαν οι Mondrian, Giacometti και Jasper Jones, αν και συνθέσεις με το χρώμα αυτό υπάρχουν στην Δυτική Τέχνη από τον Μεσαίωνα. Το κόκκινο στο έργο μου συμπληρώνει ή συνθέτει άλλοτε την ελπίδα για ανάταση και άλλοτε τον κίνδυνο που εγκυμονούν η απάθεια και η αδιαφορία απέναντι στα παιδιά και τις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν».

Η Μαρίβα Ζαχάρωφ συνεχίζει και εξελίσσει την ίδια μεικτή τεχνική, σχεδιάζοντας τη φιγούρα με κάρβουνο και χρησιμοποιώντας ακρυλικά χρώματα για τα φόντα. Επιμένει στην τεχνική γιατί είναι το μέσο μέσα από το οποίο εκφράζεται κατάλληλα και αναπτύσσεται η οπτική γλώσσα της ζωγραφικής.
Στα διαδραστικά εκπαιδευτικά εργαστήρια που θα πλαισιώσουν την έκθεσή της, και τα οποία θα είναι κατάλληλα για παιδιά από τεσσάρων έως 18 ετών, θα δώσει έμφαση σε ασκήσεις σχεδίου, τονικότητας αλλά και συμβολισμού των χρωμάτων, οι οποίοι διαφοροποιούνται ανά εποχές.
Με χαρά σας περιμένουμε όλους.


Εγκαίνια: Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016, στις 19:00
Διάρκεια Έκθεσης: 19 – 25 Δεκεμβρίου 2016
Διαδραστικά εργαστήρια : 20-23 Δεκεμβρίου 2016
Ώρες λειτουργίας: πρωί : Δευτέρα  έως  Σάββατο 10:00 – 13:00 και
απόγευμα: Δευτέρα  έως  Παρασκευή  17:00 – 20:00

Πληροφορίες: Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά
Φίλωνος 29, Πειραιάς 185 35
Τηλέφωνο: 210.41.01.402- 405
Email : pinakothiki@pireasnet.g


Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Η συγκινητική ιστορία του συγγραφέα Rafael Zoehler: «Όταν δεν θα είμαι πια εδώ»


Έδωσε στον γιο του μια συμβουλή που θα την θυμάται για πάντα. βαθυστόχαστα 


Η συγκινητική ιστορία του συγγραφέα Rafael Zoehler σίγουρα θα σας συγκινήσει. Ο θάνατος είναι πάντα μια έκπληξη. Κανείς δεν τον περιμένει. Ακόμα και οι ασθενείς που βρίσκονται σε τελικό στάδιο, πάντα πιστεύουν ότι έχουν περισσότερο χρόνο. Ποτέ δεν πιστεύουν, ότι σήμερα μπορεί να είναι η μέρα που θα πεθάνουν. Δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι. Ποτέ δεν υπάρχει η κατάλληλη στιγμή. Όταν θα έρθει η ώρα δεν θα έχουμε κάνει όλα όσα θέλαμε να κάνουμε. Το τέλος πάντα έρχεται απρόσκλητο και είναι μια σπαρακτική στιγμή για τις χήρες και μια βαρετή στιγμή για τα παιδιά, που ευτυχώς δεν καταλαβαίνουν ακριβώς τι συμβαίνει. 
Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τον πατέρα μου. Βασικά, ο θάνατός του ήταν κάτι παραπάνω από ξαφνικός. Πέθανε στα 27 του. Στην ίδια ηλικία που έχουν πεθάνει και αρκετοί διάσημοι καλλιτέχνες. Ήταν νέος. Πολύ νέος. Ο πατέρας μου δεν ήταν ούτε καλλιτέχνης, ούτε διάσημος. Ο καρκίνος δεν κάνει διακρίσεις. Πέθανε, όταν ήμουν πολύ μικρός και έτσι έμαθα τι είναι οι κηδείες. Ήμουν 8μιση χρονών, όταν πέθανε. Αρκετά μεγάλος, για να μου λείπει για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αν είχε πεθάνει νωρίτερα δεν θα είχα αναμνήσεις και δεν θα πονούσα. Αλλά δεν είχα μπαμπά στην ζωή μου. 
Ο μπαμπάς μου ήταν ταυτόχρονα σοβαρός και διασκεδαστικός. Πριν με τιμωρήσει, έλεγε πάντα ένα ανέκδοτο. Με αυτόν τον τρόπο δεν ένιωθα τόσο άσχημα. Μου έδινε ένα φιλί στο μέτωπο πριν πέσω για ύπνο και εγώ με την σειρά μου κάνω το ίδιο στα δικά μου παιδιά. Με ανάγκασε να υποστηρίζω και εγώ την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα με αυτόν και μου εξηγούσε τις απορίες μου καλύτερα από την μητέρα μου. Πως είναι δυνατόν να μην μου λείπει; Ποτέ δεν μου είπε, ότι πρόκειται να πεθάνει. Ακόμη και όταν βρισκόταν  διασωληνωμένος στο νοσοκομείο δεν είπε το παραμικρό. Αντίθετα, έκανε σχέδια για τον επόμενο χρόνο, παρόλο που γνώριζε, ότι μπορεί να μην ζει τον επόμενο μήνα. Τον επόμενο χρόνο θα πηγαίναμε για ψάρεμα, θα κάναμε ταξίδια και θα επισκεπτόμασταν μέρη που δεν είχαμε ξαναπάει. Ο επόμενος χρόνος θα ήταν καταπληκτικός. 
Ζούσαμε και οι δυο το ίδιο όνειρο. Είμαι σίγουρος, ότι πίστευε πως αυτό θα του φέρει τύχη, καθώς ήταν αρκετά προληπτικός. Το να κάνει σχέδια για το μέλλον ήταν που κρατούσε την ελπίδα του ζωντανή. Με έκανε να γελάω μέχρι το τέλος. Το ήξερε και δεν μου το είπε. Δεν ήθελε να με δει να κλαίω. Και ξαφνικά, ο επόμενος χρόνος τελείωσε πριν καλά καλά αρχίσει. Με πήρε η μαμά μου από το σχολείο και πήγαμε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός μας ανακοίνωσε τα νέα και η μητέρα μου άρχισε να κλαίει, καθώς είχε μέσα της μια τελευταία ελπίδα. Όπως είπα και πριν, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
 Ένιωσα το πλήγμα. Δηλαδή, δεν ήταν μια συνηθισμένη ασθένεια που θα μπορούσε να θεραπευτεί; Εκείνη την στιγμή μίσησα τον πατέρα μου, ένιωσα, ότι με είχε προδώσει. Ούρλιαζα από θυμό μέσα στο νοσοκομείο, ώσπου συνειδητοποίησα, ότι δεν ήταν ο μπαμπάς μου τριγύρω για να με βάλει τιμωρία, και άρχισα να κλαίω. Μετά ο μπαμπάς έκανε κάτι που μου απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο καλός μπαμπάς ήταν. Μια νοσοκόμα, κρατώντας ένα κουτί στα χέρια της, ήρθε προς το μέρος για να με παρηγορήσει. Το κουτί ήταν γεμάτο σφραγισμένους φακέλους, με όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου. Δεν καταλάβαινα τίποτα. 
Είχα μπερδευτεί. Μετά η νοσοκόμα μου έδωσε ένα γράμμα, το μοναδικό που δεν ήταν μέσα στο κουτί. “Ο μπαμπάς σου μου ζήτησε να σου δώσω αυτό το γράμμα. Πέρασε όλη την βδομάδα για να τα γράψει και ήθελε να τα διαβάσεις. Να είσαι δυνατός”, μου είπε η νοσοκόμα. Ο φάκελος έγραφε: “Όταν δεν θα είμαι πια εδώ”. Τον άνοιξα. Γιε μου, Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα σημαίνει ότι έχω πεθάνει. Συγγνώμη. Ήξερα, ότι πρόκειται να πεθάνω. Δεν ήθελα να σου πω τι συμβαίνει. Δεν ήθελα να σε δω να κλαις. Νομίζω, ότι τα κατάφερα. Ένας άντρας που πρόκειται να πεθάνει έχει το δικαίωμα να φερθεί λίγο εγωιστικά. Όπως βλέπεις, λοιπόν, έχω ακόμα πολλά να σου μάθω. Στο κάτω κάτω είναι πολλά αυτά που δεν γνωρίζεις ακόμα. Γι’ αυτό, λοιπόν, σου έγραψα αυτά τα γράμματα, αλλά δεν πρέπει να τα ανοίξεις πριν να είναι η κατάλληλη στιγμή. Αυτή θα είναι η συμφωνία μας. Εντάξει; Με αγάπη, ο μπαμπάς P.s. Δεν έγραψα γράμματα για την μαμά. Αυτή έχει το αυτοκίνητό μου. Ο άσχημος γραφικός του χαρακτήρας με έκανε να σταματήσω να κλαίω. Το να εκτυπώσεις κάτι εκείνη την εποχή δεν ήταν και τόσο εύκολο. Ο ακαταλαβίστικος γραφικός του χαρακτήρας με ηρέμησε. Με έκανε να χαμογελάσω. Έτσι κάνουν οι μπαμπάδες. Ακριβώς, όπως το ανέκδοτο πριν την τιμωρία. Το κουτί αυτό έγινε το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου για μένα. Είπα στην μητέρα μου να μην το ανοίξει. Τα γράμματα αυτά ανήκαν σε εμένα και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τα διαβάσει. 
Ήξερα όλες τις σημαντικές ημερομηνίες απ’ έξω. Αυτές οι στιγμές, όμως, καθυστερούσαν και έτσι κάποια στιγμή ξέχασα τα γράμματα. Εφτά χρόνια αργότερα μετακομίσαμε σε ένα άλλο σπίτι και δεν είχα ιδέα που βρισκόταν το κουτί. Δεν μπορούσα να θυμηθώ με τίποτα. Λένε, ότι δεν μπορούμε να θυμηθούμε κάτι είναι επειδή δεν μας ενδιαφέρει. Αν κάτι χαθεί στην μνήμη μας, δεν σημαίνει ότι το χάσαμε, αλλά ότι δεν υπάρχει πια. Είναι σαν τα κέρματα, που εξαφανίζονται στις τσέπες του παντελονιού. Αυτό ακριβώς, λοιπόν, συνέβη. Τα εφηβικά μου χρόνια και ο καινούργιος φίλος της μαμάς μου, επιβεβαίωσαν αυτό που ο πατέρας μου ήξερε από καιρό. Η μητέρα είχε κάμποσους συντρόφους, αλλά ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά θέλω να πιστεύω, ότι ο μπαμπάς μου ήταν ο έρωτας της ζωής της. Ωστόσο, ο τωρινός της φίλος, ήταν τελείως ανάξιος της. Πίστευα, ότι υποτιμούσε τον εαυτό της, όσο ήταν μαζί του, καθώς δεν την σεβόταν καθόλου. Της άξιζε κάτι καλύτερο από έναν τύπο που συναντούσε σε ένα μπαρ. Ακόμα θυμάμαι το χαστούκι που μου έδωσε, όταν είπα για πρώτη φορά την λέξη “μπαρ”. Παραδέχομαι, ότι μου άξιζε, αλλά το κατάλαβα μετά από χρόνια. Όταν έφαγα αυτό το χαστούκι, θυμήθηκα το κουτί και τα γράμματα του μπαμπά μου και ειδικά ένα συγκεκριμένο με τίτλο “Όταν θα έχεις τον πιο άσχημο καυγά με την μαμά σου”. Έκανα το δωμάτιό μου άνω κάτω για να το βρω και τελικά κέρδισα άλλο ένα χαστούκι. Βρήκα το κουτί μέσα σε μια βαλίτσα στην κορυφή της ντουλάπας. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα, ότι είχα ξεχάσει να διαβάσω το γράμμα, “Όταν δώσεις το πρώτο σου φιλί”. Μίσησα τον εαυτό μου γι’ αυτό και αποφάσισα, ότι θα ήταν το αμέσως επόμενο, που θα άνοιγα. Αμέσως μετά ήταν το γράμμα “Όταν κάνεις για πρώτη φορά έρωτα”, που ήλπιζα να ανοίξω σύντομα. Επιτέλους, βρήκα αυτό που έψαχνα. 
Τώρα ζήτησε της συγγνώμη. Δεν ξέρω ποιος φταίει και ποιος έχει δίκιο, αλλά ξέρω την μητέρα σου. Έτσι, μια ταπεινή συγγνώμη είναι ο καλύτερος τρόπος, για να το ξεπεράσετε. Και όταν λέω ταπεινή συγγνώμη, εννοώ να πέσεις στα πόδια της. Είναι η μητέρα σου και σε αγαπάει περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Ξέρεις τι τράβηξε, όταν αποφάσισε να γεννήσει φυσιολογικά, επειδή κάποιος της είπε, ότι αυτό θα ήταν καλύτερο για σένα; Έχεις δει ποτέ πως είναι οι γέννες; Χρειάζεσαι κάποια μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης από αυτό; Ζήτα συγγνώμη. Θα σε συγχωρήσει. Με αγάπη, ο μπαμπάς σου. Ο μπαμπάς μου δεν ήταν κανένας σπουδαίος συγγραφέας, αλλά τα λόγια άσκησαν μεγάλη επιρροή πάνω μου. Τα λόγια αυτά έκρυβαν μεγαλύτερη σοφία από όλα όσα είχα ζήσει εγώ ως τότε στα 15 μου. Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο της μαμάς μου και άνοιξα την πόρτα. Έκλαιγα ήδη, όταν γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια. Έκλαιγε και αυτή. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι μου είπε. Μάλλον με ρώτησε τι θέλω. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι την πλησίασα, κρατώντας το γράμμα του πατέρα μου και την αγκάλιασα. Με αγκάλιασε και αυτή. Παραμείναμε και οι δυο σιωπηλοί. Λίγο αργότερα το γράμμα του πατέρα μου την έκανε να γελάσει. Συμφιλιωθήκαμε και μιλήσαμε λίγο για αυτόν. Μου είπε για τις πιο περίεργες συνήθειές του, όπως το να τρώει σαλάμι με φράουλες. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθα, ότι ήταν και αυτός εκεί δίπλα μας. Εγώ, η μαμά μου, και ένα κομμάτι του μπαμπά μου, ένα κομμάτι χαρτί, που άφησε για εμάς. Ένιωθα λίγο καλύτερα. Λίγο καιρό μετά διάβασα το γράμμα “Όταν κάνεις για πρώτη φορά έρωτα”. Συγχαρητήρια γιε μου, Μην ανησυχείς, όσο περνάει ο καιρός θα γίνεται όλο και καλύτερο. Η πρώτη φορά είναι πάντα κακή. 
Η δική μου πρώτη φορά ήταν με μια άσχημη γυναίκα…που την είχα πληρώσει γι’ αυτό. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι, ότι θα ρωτήσεις την μαμά σου για όλη αυτή την διαδικασία, αφού διαβάσεις αυτό το γράμμα. Με αγάπη, ο μπαμπάς σου. Ο πατέρας μου με ακολουθούσε καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής μου. Ήταν πάντα μαζί μου, παρόλο που δεν ήταν κοντά μου. Τα λόγια του μου έδωσαν την δύναμη να ξεπεράσω πολλά από τα εμπόδια που εμφανίστηκαν κατά καιρούς στην ζωή μου. Πάντα έβρισκε ένα τρόπο να μου φτιάξει την διάθεση ή να με κάνει να δω τα πράγματα ξεκάθαρα σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές. Τα γράμματα “Όταν παντρευτείς” και “Όταν γίνεις πρώτη φορά πατέρας”, με συγκίνησαν όσο τίποτα άλλο. Τώρα θα καταλάβεις τι σημαίνει πραγματική αγάπη, παιδί μου. Θα καταλάβεις πόσο αγαπάς την γυναίκα σου, αλλά η πραγματική και αγνή αγάπη που θα νιώσεις για αυτό το μικρό πλασματάκι είναι απερίγραπτη. Δεν ξέρω αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι. Δεν είμαι μάντης. Διασκέδασε το. Ο χρόνος κυλάει πολύ γρήγορα, οπότε φρόντισε να μην λείπεις πολύ. Άλλαξε πάνες, κάνε μπάνιο το μωρό και γίνε πρότυπο για αυτό. Έχεις ότι χρειάζεται, για να γίνεις καταπληκτικός πατέρας. Το πιο οδυνηρό γράμμα που διάβασα στην ζωή μου ήταν το “Όταν πεθάνει η μαμά σου”. Ξέρω, ότι υπέφερε και αυτός, όταν το έγραφε. “Είναι δική μου τώρα.” Ανέκδοτο. Όπως ο κλόουν κρύβει την στεναχώρια του με το μακιγιάζ. Ήταν το μόνο γράμμα που δεν με έκανε να χαμογελάσω. Τηρούσα πάντα την συμφωνία που είχαμε κάνει με τον πατέρα μου. 
Δεν άνοιξα ποτέ κανένα γράμμα, πριν την κατάλληλη στιγμή. Τώρα που βρίσκομαι και εγώ στο νοσοκομείο διασωληνωμένος εξαιτίας του καρκίνου, ανοίγω το τελευταίο γράμμα που μου έγραψε, “Όταν έρθει και εσένα η ώρα σου”. Δεν θέλω να το ανοίξω. Φοβάμαι. Αρνούμαι να πιστέψω, ότι ήρθε το τέλος. Η ελπίδα που λέγαμε πριν. Κανείς δεν πιστεύει, ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα τον φάκελο. Γεια σου γιε μου, Ελπίζω να είσαι γέρος πια. Ξέρεις αυτό είναι το πιο εύκολο από όλα τα γράμματα που σου έγραψα. Επίσης, ήταν το και το πρώτο που έγραψα. Ήταν το γράμμα, που θα με απελευθέρωνε από τον φόβο μου να σε χάσω. 
Νομίζω, ότι όλα ξεκαθαρίζουν, όταν πλησιάζεις τόσο κοντά στο τέλος. Είναι πιο εύκολο να μιλάς γι’αυτό. Τις τελευταίες μέρες μου στο νοσοκομείο σκεφτόμουν την ζωή που έζησα. Είχα μια πολύ σύντομη, αλλά ευτυχισμένη ζωή. Ήμουν ο πατέρας σου και ο σύζυγος της μητέρας σου. Τι περισσότερο θα μπορούσα να ζητήσω; Αυτό με έκανε να ηρεμήσω. Κάνε και εσύ το ίδιο. Η συμβουλή μου για σένα: Δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα. ΥΓ. Μου λείπεις.

_____________

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Όλη η αλήθεια για τον Ανδρέα Εμπειρίκο

Όλη η αλήθεια για τον Ανδρέα Εμπειρίκο

Ιστορικός και κάτοχος του αρχείου
του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο
Λεωνίδας Εμπειρίκος μας μιλάει
για τον πατέρα του, πρωτοπόρο
υπερρεαλιστή ποιητή και πρώτο
ψυχαναλυτή στην Ελλάδα.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS
Η ιδέα ήταν να δοθεί η σκιαγράφιση της προσωπικότητας του ανθρώπου που πρωτοέφερε την πρακτική της ψυχανάλυσης στη χώρα και τόλμησε να κάνει μια ριζοσπαστική τομή στον τρόπο που αντιλαμβανόταν το ελληνικό κοινό τη λογοτεχνία, τα δύσκολα χρόνια των δεκαετιών 1930-50 στην Ελλάδα. Οι ημερομηνίες είναι σημαντικές για τον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Όπως και τα ονόματα. Στην αφήγησή του ξεχωρίζει η αντικειμενικότητα του ιστορικού, ανάμεικτη με την τρυφερότητα και την απέραντη εκτίμηση για τον πατέρα, αλλά και τον πληθωρικό, ευγενή καλλιτέχνη με τον οποίο έζησε ως τα 18 του, δηλαδή μέχρι το θάνατο του ποιητή το 1975.
Πώς ήταν η εμπειρία της ενηλικίωσής σας δίπλα στην πολυσχιδή προσωπικότητα του πατέρα σας; Γεννήθηκα το 1957 και ο πατέρας μου τότε ήταν 56 ετών, δηλαδή σχετικά μεγάλος για πατέρας.  Είχε άσπρα μαλλιά από νωρίς και στο δρόμο εκείνοι που δεν μας ήξεραν, 9 στις 10 φορές νόμιζαν ότι ήταν ο παππούς μου. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, είχα άμεση επαφή από τον πατέρα για τα γεγονότα και πριν το 1910. Το οποίο έκανε μια διαφορά σε βάθος ιστορικό, καθώς δεν διαμεσολαβείται η διήγηση από μια ενδιάμεση γενιά. Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αγγλία και έγινε ο πρώτος ψυχαναλυτής στην Ελλάδα – είχε αποφασίσει μάλιστα να γίνει ψυχαναλυτής από το 1930 περίπου, όπως φαίνεται και από ένα γράμμα προς τη μητέρα του, πριν εκδόσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο το 1935. Ο ίδιος έκανε διδακτική ψυχανάλυση, αφού πρώτα τελείωσε την προσωπική του ψυχανάλυση, με τον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων. Αυτό προσέδωσε την ιδιαιτερότητα στην πολυπλοκότητα του ατόμου του, κάτι που ένα μικρό παιδί μπορούσε να καταλάβει αμέσως. Βέβαια, δεν μου απαριθμούσε γνώσεις. Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς. Είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και εγώ έπαιζα με τα βιβλία του. Τα έκανα κάστρα και δεν με μάλωνε γι’αυτό, παρόλο που του κατέστρεφα πολλά.  Αλλά σιγά-σιγά άρχισα να ενδιαφέρομαι για τα ίδια τα βιβλία και η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο ήρθε μέσα από τις δύο μεγάλες παγκόσμιες γεωγραφίες του 19ου αιώνα του Μάλτε-Μπρουν και του Ελιζέ Ρεκλού. Ήταν πολύ μεγάλα βιβλία, πολύ κατάλληλα για κάστρα, οπότε τα έβγαζα συχνά από τη βιβλιοθήκη και είχα την πιο μεγάλη σχέση με αυτά. Αυτό ήταν το ένα. Το άλλο ήταν ότι από σχετικά μικρή ηλικία ήξερα ότι ήταν ψυχαναλυτής και ποιητής. Αλλά δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό του και δεν τον ενδιέφερε να δείχνει την ευρυμάθειά του. Οπότε μεγαλώνοντας εγώ, όταν είχα πλέον τη συγκρότηση και τις γνώσεις, τον ρωτούσα πράγματα για πνευματικά ζητήματα, πέρα από τα βιβλία που έβλεπα. Για την ψυχανάλυση και τον υπερρεαλισμό, για τον Μπρετόν και τη σχέση του με τους άλλους υπερρεαλιστές. Και φυσικά γνώριζα τους φίλους του που πριν τη δικτατορία έρχονταν σπίτι. Από το 1967 και έπειτα έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε τάση από πριν, αλλά με τη χούντα εντάθηκε. Σε μεγαλύτερη κατάθλιψη οδηγήθηκε γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους των γονιών μου της παιδικής μου ηλικίας, ή έφυγαν στο εξωτερικό ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό, ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία, ο Ελύτης στη Γαλλία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις. Δεν ήθελε να με σταματήσει και από το σχολείο μου εδώ. Οπότε δεν φύγαμε.
AdTech Ad
Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό. Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία.
Κοινωνικά πως αντιμετωπίστηκε το γεγονός ότι ο πατέρας σας ήταν ψυχαναλυτής; Είναι λίγο πολύ γνωστό ότι υπήρξε έντονη καχυποψία στη Ελλάδα σχετικά με την ψυχανάλυση. Η πρώτη κλασική φροϋδική ψυχανάλυση έγινε στο γραφείο του πατέρα μου που άνοιξε στην αρχή της λεωφόρου Κηφισίας, όπως λεγόταν τότε η Βασιλίσσης Σοφίας. Κηφισίας 6, στη ροζ πολυκατοικία τον Ιανουάριο του 1936, και ήταν το πρώτο ψυχαναλυτικο γραφείο στην Ελλάδα. Εκείνη την εποχή η ψυχανάλυση δεν ήταν διαδεδομένη.  Είχε αναφερθεί σε αυτή ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, όπως και ο Νικόλας Κάλας, ως νεαρός δοκιμιογράφος και κριτικός στα δοκίμιά του τα πολύ καλά του Μεσοπολέμου. Η επαφή του κόσμου με την ψυχανάλυση ήταν μικρή γιατί υπήρχε καχυποψία και από την αριστερά και από τη δεξιά, εξίσου μεγάλη, παρόλο που είχαν μεταφραστεί λίγα έργα του Φρόυντ και κύριως του φροϋδομαρξιστού Βίλχελμ Ραϊχ.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τέλη δεκαετίας του '20, λίγο πριν αρχίσει ψυχανάλυση.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τέλη δεκαετίας του ’20, λίγο πριν αρχίσει ψυχανάλυση.
Του “φροϋδομαρξιστού” λέτε. Πώς συνδέεται η πολιτική με την ψυχανάλυση; Η ψυχανάλυση άνθισε στη Ρωσία τα προεπαναστατικά χρόνια και μέχρι το 1924, όπως ανθούσε στην Αυστρία, Γερμανία, Αγγλία, αλλά όχι στη Γαλλία. Οι πρώτοι κλασικοί ψυχαναλυτές που άρχισαν στη Γαλλία γύρω στο 1926-27, ήταν η Ευγενία Σοκολνίτσκα, η Μαρία Βοναπάρτη, μη-γιατρός, ο Ρενέ Λαφόργκ, γιατρός και ψυχαναλυτής του πατέρα μου και άλλοι. Το 1927 στη Ρωσία το σοβιετικό καθεστώς καταργεί την ψυχανάλυση, μετά τον διωγμό του Τρότσκι, που μέχρι ενός σημείου την προστάτευε. Οι Ρώσοι ψυχαναλυτές έφυγαν και πήγαν στις Δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ ή στο Ισραήλ. Τον πατέρα μου τον ενδιέφεραν πολύ αυτά και μιλούσε για την κοινωνική πλευρά της ψυχανάλυσης. Αλλά η ελληνική αριστερά ήταν εναντίον, όπως και όλα τα επίσημα κόμματα από τη στιγμή που καταργήθηκε στη Ρωσία. Η βασική ένσταση εκεί ήταν ότι η ψυχανάλυση ασχολείται με το ατομικό ασυνείδητο και όχι με την κοινωνία. Η ένσταση αυτή αντανακλάται και στην άποψη την οποία είχαν για την ψυχανάλυση ως “μπουρζουάδικη” επιστήμη. Προσπάθησε ο πατέρας μου, κατόπιν προτροπής της Μαρίας Βοναπάρτη, να θεσμοποιηθεί επίσημα η ψυχανάλυση. Δεν είχε καμιά ανταπόκριση. Ήταν αρνητικά διακείμενοι το επίσημο κράτος και ο ιατρικός σύλλογος στις προσπάθειες αυτές. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο πατέρας μου ήταν ψυχαναλυτής, μέλος της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων, συμμετείχε στο15ο παγκόσμιο ψυχαναλυτικό συνέδριο, το πρώτο που έγινε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1938 και έχουμε και τη φωτογραφία του που ανακαλύψαμε πρόσφατα.  Ολοκλήρωσε την ψυχαναλυτική του μελέτη που έπρεπε να γράψει για να γίνει πλήρες μέλος το ΄49-50. Και τη δημοσίευσε στο περιοδικό της Societe Psychanalytique de Paris  το 1951. Επίσης, μεταφράστηκε στα ελληνικά μαζί με άλλα ψυχαναλυτικά κείμενα το 2001.
Ποια ήταν λοιπόν η μοίρα του πατέρα σας ως πρώτου ψυχαναλυτή στην Ελλάδα και τι απέγινε η ψυχανάλυση γενικότερα; Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ψυχανάλυση το 1951 μετά από απειλή της αστυνομίας. Οι απειλές ήταν προφορικές, αφού δεν υπάρχει κανένα γραπτό εύρημα στην αστυνομία, καμία καταγραφή που να τις αποδεικνύει. Ήταν προσωπική απειλή που εκπορευόταν πιθανότατα, είτε από τον ιατρικό σύλλογο, είτε από κάποια ομάδα πίεσης που αντιστεκόταν στην εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Ο ίδιος έπρεπε να σταματήσει να λειτουργεί το γραφείο του, αφού ζήτησε έξι μήνες για τον απογαλακτισμό των ασθενών. Και οι δύο άλλοι ψυχαναλυτές που είχαν κάνει διδακτική ψυχανάλυση με τον πατέρα μου, υπό την εποπτεία της Μαρίας Βοναπάρτη, ο Δημήτρης Κουρέτας και ο Γιώργος Ζαβιτσιάνος, αναγκάστηκαν να εξασκούν ως ψυχίατροι και όχι ως ψυχαναλυτές. Τελικά ο Ζαβιτσάνος δεν άντεξε και έφυγε στη Αμερική. Έτσι, άργησε άλλα τριάντα χρόνια η πραγματική εμφάνιση της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, μέχρι την αρχή της δεκαετίας του ΄80 με το άνοιγμα πολλών ψυχαναλυτικών γραφείων.
H πρώτη έκδοση της "Υψικάμινου", εκδόσεις Κασταλία, 1935
H πρώτη έκδοση της “Υψικάμινου”, εκδόσεις Κασταλία, 1935
Πώς συνδυάστηκε η πορεία του ψυχαναλυτή με εκείνη του υπερρεαλιστή ποιητή στη ζωή του πατέρα σας; Έγραφε ποιήματα παλαμικά, κλασικού τύπου από πολύ νέος. Και διάβαζε πάρα πολλή ποίηση ελληνική, αγγλική, γαλλική, ρωσική, δηλαδή στις γλώσσες που ήξερε καλά.  Έγραφε στη δημοτική και μάλιστα στη “μαλλιαρή” δημοτική γιατί ήταν μαθητής του Ψυχάρη.  Υπήρξε και μεγάλος θαυμαστής του Παλαμά.  Μάλιστα τον είχε επισκεφθεί μία, δύο, ίσως και περισσότερες φορές. Τον αναφέρει ο Παλαμάς, γράφοντας σε έναν φίλο του, “ήρθε σήμερα ο κ. Εμπειρίκος” και υπάρχει και φωτογραφία αφιερωμένη από τον Παλαμά. Μετά άλλαξε τεχνοτροπία ο ίδιος, γράφοντας πιο μοντέρνα ποίηματα, χωρίς ακόμα να έχει αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει την πορεία του ποιητή και της λογοτεχνίας. Όταν γνώρισε τους υπερρεαλιστές τον Ιανουάριο του ΄33 άλλαξε ριζικά τεχνοτροπία, χωρίς ακόμα να έχει γίνει μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας. Μεταξύ 1933-34 γράφει μια συλλογή αυτής της τεχνοτροπίας, που περιγράφει ο ίδιος στο “Αμούρ-αμούρ” στα “Γραπτά”.  Θα εκδοθεί φέτος από τις εκδόσεις Άγρα μια συλλογή αυτής της εποχής που την ονόμασε το 1970 περίπου “Προϊστορία ή καταγωγή” – χωρίς όμως να έχει βρει ο ίδιος το σύνολο των ποιημάτων. Την πλήρη συλλογή την βρήκαμε αργότερα. Ήταν έτοιμη προς έκδοση από το 1934 με τα ποιήματα αυτά που έγραψε πριν την “Υψικάμινο”. Ένα από αυτά εκδόθηκε σε ξεχωριστό βιβλιαράκι (εκτός εμπορίου) από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο “Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου” το 2009. Τη συλλογή αυτή δεν την τύπωσε το ΄34 γιατί μέσα στο 1933 συνδέεται πια με την υπερρεαλιστική ομάδα. Παραιτείται τότε από τις οικογενειακές επιχειρήσεις για ιδεολογικούς λόγους, γιατί είχε γίνει αριστερός, όπως επίσης και για οικογενειακούς, γιατί προστάτευε την μητέρα του που την είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του. Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να μην εκδόσει τη συλλογή αυτή, για να εμφανιστεί με την “Υψικάμινο” και να είναι το πρώτο του βιβλίο το πρώτο υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Να μην έχει “προϊστορία”. Ο υπερρεαλισμός και η ψυχανάλυση διασταυρώνονται λόγω του απελευθερωτικού προτάγματος και των δύο, λόγω του ασυνειδήτου. Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό. Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία.
____________

Όλη η αλήθεια για τον Ανδρέα Εμπειρίκο

Όλη η αλήθεια για τον Ανδρέα Εμπειρίκο

Ιστορικός και κάτοχος του αρχείου
του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο
Λεωνίδας Εμπειρίκος μας μιλάει
για τον πατέρα του, πρωτοπόρο
υπερρεαλιστή ποιητή και πρώτο
ψυχαναλυτή στην Ελλάδα.
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS
Η ιδέα ήταν να δοθεί η σκιαγράφιση της προσωπικότητας του ανθρώπου που πρωτοέφερε την πρακτική της ψυχανάλυσης στη χώρα και τόλμησε να κάνει μια ριζοσπαστική τομή στον τρόπο που αντιλαμβανόταν το ελληνικό κοινό τη λογοτεχνία, τα δύσκολα χρόνια των δεκαετιών 1930-50 στην Ελλάδα. Οι ημερομηνίες είναι σημαντικές για τον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Όπως και τα ονόματα. Στην αφήγησή του ξεχωρίζει η αντικειμενικότητα του ιστορικού, ανάμεικτη με την τρυφερότητα και την απέραντη εκτίμηση για τον πατέρα, αλλά και τον πληθωρικό, ευγενή καλλιτέχνη με τον οποίο έζησε ως τα 18 του, δηλαδή μέχρι το θάνατο του ποιητή το 1975.
Πώς ήταν η εμπειρία της ενηλικίωσής σας δίπλα στην πολυσχιδή προσωπικότητα του πατέρα σας; Γεννήθηκα το 1957 και ο πατέρας μου τότε ήταν 56 ετών, δηλαδή σχετικά μεγάλος για πατέρας.  Είχε άσπρα μαλλιά από νωρίς και στο δρόμο εκείνοι που δεν μας ήξεραν, 9 στις 10 φορές νόμιζαν ότι ήταν ο παππούς μου. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, είχα άμεση επαφή από τον πατέρα για τα γεγονότα και πριν το 1910. Το οποίο έκανε μια διαφορά σε βάθος ιστορικό, καθώς δεν διαμεσολαβείται η διήγηση από μια ενδιάμεση γενιά. Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αγγλία και έγινε ο πρώτος ψυχαναλυτής στην Ελλάδα – είχε αποφασίσει μάλιστα να γίνει ψυχαναλυτής από το 1930 περίπου, όπως φαίνεται και από ένα γράμμα προς τη μητέρα του, πριν εκδόσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο το 1935. Ο ίδιος έκανε διδακτική ψυχανάλυση, αφού πρώτα τελείωσε την προσωπική του ψυχανάλυση, με τον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων. Αυτό προσέδωσε την ιδιαιτερότητα στην πολυπλοκότητα του ατόμου του, κάτι που ένα μικρό παιδί μπορούσε να καταλάβει αμέσως. Βέβαια, δεν μου απαριθμούσε γνώσεις. Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς. Είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και εγώ έπαιζα με τα βιβλία του. Τα έκανα κάστρα και δεν με μάλωνε γι’αυτό, παρόλο που του κατέστρεφα πολλά.  Αλλά σιγά-σιγά άρχισα να ενδιαφέρομαι για τα ίδια τα βιβλία και η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο ήρθε μέσα από τις δύο μεγάλες παγκόσμιες γεωγραφίες του 19ου αιώνα του Μάλτε-Μπρουν και του Ελιζέ Ρεκλού. Ήταν πολύ μεγάλα βιβλία, πολύ κατάλληλα για κάστρα, οπότε τα έβγαζα συχνά από τη βιβλιοθήκη και είχα την πιο μεγάλη σχέση με αυτά. Αυτό ήταν το ένα. Το άλλο ήταν ότι από σχετικά μικρή ηλικία ήξερα ότι ήταν ψυχαναλυτής και ποιητής. Αλλά δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό του και δεν τον ενδιέφερε να δείχνει την ευρυμάθειά του. Οπότε μεγαλώνοντας εγώ, όταν είχα πλέον τη συγκρότηση και τις γνώσεις, τον ρωτούσα πράγματα για πνευματικά ζητήματα, πέρα από τα βιβλία που έβλεπα. Για την ψυχανάλυση και τον υπερρεαλισμό, για τον Μπρετόν και τη σχέση του με τους άλλους υπερρεαλιστές. Και φυσικά γνώριζα τους φίλους του που πριν τη δικτατορία έρχονταν σπίτι. Από το 1967 και έπειτα έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε τάση από πριν, αλλά με τη χούντα εντάθηκε. Σε μεγαλύτερη κατάθλιψη οδηγήθηκε γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους των γονιών μου της παιδικής μου ηλικίας, ή έφυγαν στο εξωτερικό ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό, ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία, ο Ελύτης στη Γαλλία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις. Δεν ήθελε να με σταματήσει και από το σχολείο μου εδώ. Οπότε δεν φύγαμε.
AdTech Ad
Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό. Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία.
Κοινωνικά πως αντιμετωπίστηκε το γεγονός ότι ο πατέρας σας ήταν ψυχαναλυτής; Είναι λίγο πολύ γνωστό ότι υπήρξε έντονη καχυποψία στη Ελλάδα σχετικά με την ψυχανάλυση. Η πρώτη κλασική φροϋδική ψυχανάλυση έγινε στο γραφείο του πατέρα μου που άνοιξε στην αρχή της λεωφόρου Κηφισίας, όπως λεγόταν τότε η Βασιλίσσης Σοφίας. Κηφισίας 6, στη ροζ πολυκατοικία τον Ιανουάριο του 1936, και ήταν το πρώτο ψυχαναλυτικο γραφείο στην Ελλάδα. Εκείνη την εποχή η ψυχανάλυση δεν ήταν διαδεδομένη.  Είχε αναφερθεί σε αυτή ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, όπως και ο Νικόλας Κάλας, ως νεαρός δοκιμιογράφος και κριτικός στα δοκίμιά του τα πολύ καλά του Μεσοπολέμου. Η επαφή του κόσμου με την ψυχανάλυση ήταν μικρή γιατί υπήρχε καχυποψία και από την αριστερά και από τη δεξιά, εξίσου μεγάλη, παρόλο που είχαν μεταφραστεί λίγα έργα του Φρόυντ και κύριως του φροϋδομαρξιστού Βίλχελμ Ραϊχ.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τέλη δεκαετίας του '20, λίγο πριν αρχίσει ψυχανάλυση.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τέλη δεκαετίας του ’20, λίγο πριν αρχίσει ψυχανάλυση.
Του “φροϋδομαρξιστού” λέτε. Πώς συνδέεται η πολιτική με την ψυχανάλυση; Η ψυχανάλυση άνθισε στη Ρωσία τα προεπαναστατικά χρόνια και μέχρι το 1924, όπως ανθούσε στην Αυστρία, Γερμανία, Αγγλία, αλλά όχι στη Γαλλία. Οι πρώτοι κλασικοί ψυχαναλυτές που άρχισαν στη Γαλλία γύρω στο 1926-27, ήταν η Ευγενία Σοκολνίτσκα, η Μαρία Βοναπάρτη, μη-γιατρός, ο Ρενέ Λαφόργκ, γιατρός και ψυχαναλυτής του πατέρα μου και άλλοι. Το 1927 στη Ρωσία το σοβιετικό καθεστώς καταργεί την ψυχανάλυση, μετά τον διωγμό του Τρότσκι, που μέχρι ενός σημείου την προστάτευε. Οι Ρώσοι ψυχαναλυτές έφυγαν και πήγαν στις Δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ ή στο Ισραήλ. Τον πατέρα μου τον ενδιέφεραν πολύ αυτά και μιλούσε για την κοινωνική πλευρά της ψυχανάλυσης. Αλλά η ελληνική αριστερά ήταν εναντίον, όπως και όλα τα επίσημα κόμματα από τη στιγμή που καταργήθηκε στη Ρωσία. Η βασική ένσταση εκεί ήταν ότι η ψυχανάλυση ασχολείται με το ατομικό ασυνείδητο και όχι με την κοινωνία. Η ένσταση αυτή αντανακλάται και στην άποψη την οποία είχαν για την ψυχανάλυση ως “μπουρζουάδικη” επιστήμη. Προσπάθησε ο πατέρας μου, κατόπιν προτροπής της Μαρίας Βοναπάρτη, να θεσμοποιηθεί επίσημα η ψυχανάλυση. Δεν είχε καμιά ανταπόκριση. Ήταν αρνητικά διακείμενοι το επίσημο κράτος και ο ιατρικός σύλλογος στις προσπάθειες αυτές. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο πατέρας μου ήταν ψυχαναλυτής, μέλος της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων, συμμετείχε στο15ο παγκόσμιο ψυχαναλυτικό συνέδριο, το πρώτο που έγινε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1938 και έχουμε και τη φωτογραφία του που ανακαλύψαμε πρόσφατα.  Ολοκλήρωσε την ψυχαναλυτική του μελέτη που έπρεπε να γράψει για να γίνει πλήρες μέλος το ΄49-50. Και τη δημοσίευσε στο περιοδικό της Societe Psychanalytique de Paris  το 1951. Επίσης, μεταφράστηκε στα ελληνικά μαζί με άλλα ψυχαναλυτικά κείμενα το 2001.
Ποια ήταν λοιπόν η μοίρα του πατέρα σας ως πρώτου ψυχαναλυτή στην Ελλάδα και τι απέγινε η ψυχανάλυση γενικότερα; Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ψυχανάλυση το 1951 μετά από απειλή της αστυνομίας. Οι απειλές ήταν προφορικές, αφού δεν υπάρχει κανένα γραπτό εύρημα στην αστυνομία, καμία καταγραφή που να τις αποδεικνύει. Ήταν προσωπική απειλή που εκπορευόταν πιθανότατα, είτε από τον ιατρικό σύλλογο, είτε από κάποια ομάδα πίεσης που αντιστεκόταν στην εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Ο ίδιος έπρεπε να σταματήσει να λειτουργεί το γραφείο του, αφού ζήτησε έξι μήνες για τον απογαλακτισμό των ασθενών. Και οι δύο άλλοι ψυχαναλυτές που είχαν κάνει διδακτική ψυχανάλυση με τον πατέρα μου, υπό την εποπτεία της Μαρίας Βοναπάρτη, ο Δημήτρης Κουρέτας και ο Γιώργος Ζαβιτσιάνος, αναγκάστηκαν να εξασκούν ως ψυχίατροι και όχι ως ψυχαναλυτές. Τελικά ο Ζαβιτσάνος δεν άντεξε και έφυγε στη Αμερική. Έτσι, άργησε άλλα τριάντα χρόνια η πραγματική εμφάνιση της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, μέχρι την αρχή της δεκαετίας του ΄80 με το άνοιγμα πολλών ψυχαναλυτικών γραφείων.
H πρώτη έκδοση της "Υψικάμινου", εκδόσεις Κασταλία, 1935
H πρώτη έκδοση της “Υψικάμινου”, εκδόσεις Κασταλία, 1935
Πώς συνδυάστηκε η πορεία του ψυχαναλυτή με εκείνη του υπερρεαλιστή ποιητή στη ζωή του πατέρα σας; Έγραφε ποιήματα παλαμικά, κλασικού τύπου από πολύ νέος. Και διάβαζε πάρα πολλή ποίηση ελληνική, αγγλική, γαλλική, ρωσική, δηλαδή στις γλώσσες που ήξερε καλά.  Έγραφε στη δημοτική και μάλιστα στη “μαλλιαρή” δημοτική γιατί ήταν μαθητής του Ψυχάρη.  Υπήρξε και μεγάλος θαυμαστής του Παλαμά.  Μάλιστα τον είχε επισκεφθεί μία, δύο, ίσως και περισσότερες φορές. Τον αναφέρει ο Παλαμάς, γράφοντας σε έναν φίλο του, “ήρθε σήμερα ο κ. Εμπειρίκος” και υπάρχει και φωτογραφία αφιερωμένη από τον Παλαμά. Μετά άλλαξε τεχνοτροπία ο ίδιος, γράφοντας πιο μοντέρνα ποίηματα, χωρίς ακόμα να έχει αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει την πορεία του ποιητή και της λογοτεχνίας. Όταν γνώρισε τους υπερρεαλιστές τον Ιανουάριο του ΄33 άλλαξε ριζικά τεχνοτροπία, χωρίς ακόμα να έχει γίνει μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας. Μεταξύ 1933-34 γράφει μια συλλογή αυτής της τεχνοτροπίας, που περιγράφει ο ίδιος στο “Αμούρ-αμούρ” στα “Γραπτά”.  Θα εκδοθεί φέτος από τις εκδόσεις Άγρα μια συλλογή αυτής της εποχής που την ονόμασε το 1970 περίπου “Προϊστορία ή καταγωγή” – χωρίς όμως να έχει βρει ο ίδιος το σύνολο των ποιημάτων. Την πλήρη συλλογή την βρήκαμε αργότερα. Ήταν έτοιμη προς έκδοση από το 1934 με τα ποιήματα αυτά που έγραψε πριν την “Υψικάμινο”. Ένα από αυτά εκδόθηκε σε ξεχωριστό βιβλιαράκι (εκτός εμπορίου) από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο “Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου” το 2009. Τη συλλογή αυτή δεν την τύπωσε το ΄34 γιατί μέσα στο 1933 συνδέεται πια με την υπερρεαλιστική ομάδα. Παραιτείται τότε από τις οικογενειακές επιχειρήσεις για ιδεολογικούς λόγους, γιατί είχε γίνει αριστερός, όπως επίσης και για οικογενειακούς, γιατί προστάτευε την μητέρα του που την είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του. Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να μην εκδόσει τη συλλογή αυτή, για να εμφανιστεί με την “Υψικάμινο” και να είναι το πρώτο του βιβλίο το πρώτο υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Να μην έχει “προϊστορία”. Ο υπερρεαλισμός και η ψυχανάλυση διασταυρώνονται λόγω του απελευθερωτικού προτάγματος και των δύο, λόγω του ασυνειδήτου. Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό. Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία.
____________