Οι αλλαγές του μικροκλίματος στις περιοχές οι οποίες επλήγησαν
από την οικολογική καταστροφή ενδέχεται να είναι ακόμη και δραματικές
Η αύξηση της θερμοκρασίας, η ερημοποίηση, οι πλημμύρες, η μείωση των υπογείων υδάτων και η υποβάθμιση της ποιότητάς τους, η ρύπανση των εδαφών, η εξαφάνιση σπανίων ζώων και φυτών
ΜΑΧΗ ΤΡΑΤΣΑ Κυριακή 30 Αυγούστου 2009
ΕΠΤΑ μεγάλες ανοιχτές πληγές αφήνει πίσω της η πυρκαϊά του περασμένου Σαββατοκύριακου. Την ώρα που οι κάτοικοι της Αττικής,μέσα στα αποκαΐδια και στις στάχτες, προσπαθούν να βρουν και πάλι τους ρυθμούς τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους, οι έλληνες
επιστήμονες εστιάζουν στην ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή και καταγράφουν τις επιπτώσεις στο νερό, στον αέρα, στο έδαφος, στη χλωρίδα και στην πανίδα. Η επόμενη ημέρα βρίσκει τη βορειοανατολική πλευρά του Λεκανοπεδίου αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ερημοποίησης,πλημμυρών,υποβάθμισης της ποιότητας των επιφανειακών νερών
και μείωσης του φυσικού εμπλουτισμού των υπογείων υδάτων,ρύπανσης των εδαφών,αύξησης της θερμοκρασίας, εξαφάνισης από το αττικό τοπίο σπανίων ειδών χλωρίδας και πανίδας. Αυτές οι επτά... συμφορές είναι το τίμημα που θα πληρώσουν οι κάτοικοι εξαιτίας της ανεπάρκειας του κρατικού μηχανισμού πρόληψης και αντιμετώπισης των πυρκαϊών.
Ενός κακού μύρια έπονται. Οι κάτοικοι της Βορειοανατολικής Αττικής στις περιοχές που επλήγησαν βλέπουν σταδιακά το μικροκλίμα να αλλάζει. Ο δείκτης δυσφορίας (η αντιληπτή θερμοκρασία, εκείνη δηλαδή που αισθανόμαστε και όχι αυτή που δείχνουν τα θερμόμετρα) βραχυπρόθεσμα θα αυξηθεί καθώς ο φυσικός μηχανισμός αερισμού της ατμόσφαιρας στις εκτάσεις αυτές από τα δάση που υπήρχαν εκεί, έχει καταστραφεί. Μακροπρόθεσμα, στην περίπτωση που η καμένη περιοχή δεν αφεθεί στην... ησυχία της ώστε η φύση να αναγεννηθεί ή δεν προχωρήσουν οι αναδασώσεις όπου αυτές είναι απαραίτητες, δεν αποκλείεται οι αλλαγές στο κλίμα να είναι δραματικές. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου κ. Μιχ. Πετράκης, με βάση το φαινόμενο της θερμικής νησίδας, υπολογίζει ότι στην περίπτωση που οι καμένες δασικές περιοχές γνωρίσουν βαθμιαία την οικιστική ανάπτυξηόπως για παράδειγμα έγινε προ δεκαπενταετίας στο Μαρούσιμπορεί η θερμοκρασία να αυξηθεί ως και 6 βαθμούς Κελσίου.
Η αύξηση της θερμοκρασίας θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας (π.χ. πιο συχνή χρήση κλιματιστικών) αλλά και νερού, πόσιμου και αρδευτικού. Με τη σειρά της η μεγαλύτερη κατανάλωση νερού θα οδηγήσει σε αυξημένους όγκους λυμάτων. Εξαιτίας των υψηλότερων θερμοκρασιών μπορεί επίσης να πολλαπλασιαστεί η εξάτμιση στους ταμιευτήρες και στα δίκτυα ύδρευσης και άρδευσης.
Οι επιστήμονες του Κέντρου Εκτίμησης Φυσικών Κινδύνων και Προληπτικού Σχεδιασμού του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) κατέγραψαν τις επτά μεγάλες και άλλες μικρότερες πληγές που μπορεί να προκύψουν από μια δασική πυρκαϊά. Συνολικά, κατέγραψαν 22 δυνητικούς κινδύνους, οι οποίοι λίγο- πολύ είναι αλληλένδετοι.
Οι πυρκαϊές οδηγούν σε εκτεταμένη διάβρωση των εδαφών τα οποία μένουν «γυμνά» χωρίς την προστατευτική χλωρίδα μετά το πέρασμα της φωτιάς. Σύμφωνα με τους ειδικούς του ΕΜΠ, στις πληγείσες περιοχές το επιφανειακό στρώμα του εδάφους γίνεται «υδροφοβικό», δηλαδή δεν απορροφά αλλά απωθεί το νερό. Αυτό σημαίνει ότι με τις πρώτες βροχές τα ρέματα στις πληγείσες περιοχές θα δεχθούν πολλαπλάσιους όγκους νερού, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος πλημμυρών να αυξηθεί σημαντικά. Μάλιστα σε ορισμένα ρέματα του Μαραθώνα (κυρίως στο ρέμα Βρανά) εκτιμάται ότι οι κρίσιμες παροχές αιχμής μπορούν να αυξηθούν ως και 80%. Με τις πρώτες πλημμύρες αναμένεται ακόμη μεταφορά του μείγματος φερτών υλικών και τέφρας (μαύρη λάσπη) και εναπόθεσή του σε ρέματα, ταμιευτήρες και θαλάσσιο περιβάλλον.
Τα υδροφοβικά εδάφη δεν «ενοχοποιούνται» μόνο για πλημμύρες. Μειώνουν και τον φυσικό εμπλουτισμό των υπογείων υδροφορέων, δηλαδή τα υπόγεια αποθέματα νερού θα συρρικνωθούν. Επίσης, ύστερα από κάθε μεγάλη πυρκαϊά υπάρχει ο κίνδυνος εισαγωγής διοξινών (αν και δεν διαλύονται στο νερό)στους επιφανειακούς ταμιευτήρες (λίμνες, ποτάμια, ρέματα) και στη θάλασσα, με πιθανή συνέπεια την είσοδο των επικίνδυνων ουσιών στην τροφική αλυσίδα. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος ρύπανσης των επιφανειακών υδάτων με τέφρα που περιέχει αρσενικό, κάδμιο, χαλκό, μόλυβδο κ.λπ. Η μεταφορά τέφρας με τον άνεμο απειλεί επίσης με ρύπανση τη χλωρίδα (όση απέμεινε) και τα εδάφη. Οταν η φυτική κάλυψη των εδαφών χάνεται, τότε σταδιακά δημιουργούνται συνθήκες ερημοποίησης.
Η χλωρίδα και η πανίδα της Βορειοανατολικής Αττικής μετά τις τελευταίες καταστροφικές πυρκαϊές έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα. «Ωστόσο, μακροπρόθεσμα η διατήρησή τους εξαρτάται από τη δυνατότητα φυσικής ανάκαμψης των καμένων περιοχών, τη διαφύλαξη των υφισταμένων χρήσεων γης και τη διαχείριση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Η προστασία γειτονικών άκαυτων περιοχών, όπου αυτές υπάρχουν, είναι επίσης σημαντική» τονίζει ο κ. Κ. Λιαρίκος από το WWF Ελλάς.
Τα είδη που δεν διαθέτουν καλούς μηχανισμούς διαφυγής- δεν είναι γρήγορα, δεν πετάνε και δεν μπορούν να βρουν καταφύγιο βαθιά στο έδαφος- πλήττονται ανεπανόρθωτα και σχεδόν εξαφανίζονται. Αυτό συμβαίνει με πολλά αρθρόποδα (έντομα, αράχνες κ.λπ.), χερσαίες χελώνες, φίδια και σαύρες, αλλά και με πολλές ομάδες θηλαστικών που δεν έχουν βαθιά καταφύγια, όπως τρωκτικά, εντομοφάγα, πολλά είδη νυχτερίδων και κάποια σαρκοφάγα. Οπως σημειώνει ο κ. Λιαρίκος «τις μικρότερες απώλειες υπολογίζεται ότι θα τις έχουν τα πουλιά,λόγω της εποχής εκδήλωσης της πυρκαϊάς».
Οι μεγάλες πυρκαϊές θα σημάνουν και λιγότερες βροχές. Οπως εξηγεί ο καθηγητής του ΕΜΠ κ. Γ. Τσακίρης «η μεγάλη ανακλαστικότητα της επιφάνειας του καμένου εδάφους στην ακτινοβολία δημιουργεί μεγαλύτερες θερμοκρασίες στην ατμόσφαιρα, οι οποίες έμμεσα δυσχεραίνουν τον σχηματισμό βροχών».
Η φωτιά όμως «γεννά» και περισσότερους επικίνδυνους αέριους ρύπους, όπως διοξείδιο του άνθρακα, διοξείδιο του αζώτου, διοξείδιο του θείου κ.ά. Αυξάνει επίσης τα επίπεδα των απειλητικών για την υγεία αιωρούμενων σωματιδίων. Μετρήσεις που πραγματοποίησε το ΕΜΠ με το σύστημα LΙDΑRτην περασμένη Κυριακή, την ώρα που οι φλόγες έζωναν τη Βορειοανατολική Αττική, έδειξαν υψηλές συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων, ακόμη και πολύ μικρής διαμέτρου.
*από την εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ 4.9.2009