Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Βιβλιογράφος-ποιητής,
επίτιμος διδάκτωρ Φιλολογίας
τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
33 χρόνια στη βιβλιογραφία
Η πρώτη βιβλιογραφική εργασία του Δημήτρη Δασκαλόπουλου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συλλέκτης, σε συνέχειες, από το 1976 μέχρι το 1978. Αναφερόταν στις εκδόσεις της Κρητικής Λογοτεχνίας. Ακολούθησε, στο ίδιο περιοδικό, πάλι σε συνέχειες, η παρουσίαση των καβαφικών αυτοτελών μελετών (1978 – 1980). Και οι δύο εργασίες με εκτενή σχόλια, για την κάθε έκδοση που παρουσιαζόταν. Έκτοτε παρήλθαν τριάντα τρία χρόνια, αφού ακολούθησαν και πολλές άλλες βιβλιογραφικές εργασίες του, σε αυτοτελείς εκδόσεις και σε μεμονωμένα δημοσιεύματα, που απέσπασαν ευνοϊκές κριτικές από το σινάφι των φιλολόγων, για τη γνώση, τη μεθοδικότητα και την υπευθυνότητα που τις διακρίνει. Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, κλεισμένος στο βιβλιογραφικό του εργαστήρι, γεμάτο έντυπα και φακέλους, “εκτίει” τη βιβλιογραφική του θητεία, αγόγγυστα, με μεράκι και ευθύνη, ξέροντας ότι, για πολλούς, αυτά τα έργα θεωρούνται “ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος.”[1]
Η εικόνα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, μέσα στο γραφείο, τη βιβλιοθήκη, το αρχείο, ανάμεσα σε ράφια με βιβλία και τόμους περιοδικών, εμφαίνεται και στην ποίησή του. Αλφαβητάρι και Γράμματα στον Ερμόλαο (Δυσκολίες γραμματικού), είναι οι τίτλοι της τρίτης και πέμπτης συλλογής του. Στους στίχους του προβάλλει η εικόνα ενός ποιητικού υποκειμένου που ενσαρκώνει γραφέα αρχαίο και αντιγραφέα του μεσαίωνα, γραμματικό της Αναγέννησης και αλληλογράφο του περασμένου αιώνα, σύγχρονο αναγνώστη, μελετητή και συγγραφέα, επι πλέον: τυπογράφο και επιμελητή εκδόσεων. Ακόμη αναφέρονται: βιβλία (ολιγοσέλιδα βιβλία και βιβλία δασκάλων), σελίδες [ανάμεσά τους και το:απολογία με πολλές λευκές σελίδες, (Απόπλους)], ψηφία [ανάμεσα τους και το: λίγα ψηφία και δυο χρονολογίες, (Επιστροφές)], ξεφύλλισμα, λεξικά, στίχοι, ποιήματα, επιφυλλίδες, τόμοι και ράφια βιβλιοθήκης, εφημερίδες, γράμματα και κολλυβογράμματα, γράμματα κεφαλαία και πεζά, γράμματα ανεπίδωτα και μη, χειρόγραφα μισοτελειωμένα και μη, χαρτιά, υποσημειώσεις, καλλιγραφήματα, βιβλιογράφοι, τυπογραφικά στοιχεία, σημεία στίξης, γραφές, λέξεις, που σαρκώνουν τον κόσμο του και τη ζωή του.
Σ’ όλες τις διαβαθμίσεις από το αρνητικό: Μισοτελειωμένα χειρόγραφα οι τάφοι/ συνεχίζονται στο κορμί μου, στο μεταιχμιακό: Περιμένω τον υποβολέα να γυρίσει σελίδα/ να μ΄ερμηνέψει ν’ απαλλαγώ από τούτα τα λόγια, στο τραγικό: Οι λέξεις που μου απόμειναν μυρίζουν σφαγείο./ Τις αποθέτω με τρυφεράδα στο χαρτί/ μα εκείνες αφορμίζουν και στάζουν αίμα/ όπως οι τρυπημένες παλάμες/ του Εσταυρωμένου (Γράμματα στον Ερμόλαο), στο θεσπέσιο: Το ακρογιάλι ξαναγίνεται σελίδα του Ομήρου(Κλειδούχος μοίρα), ο Δασκαλόπουλος από τον κόσμο αυτόν, του κειμένου και της μελέτης, ανάγεται στα θεμελιώδη και στα αρχετυπικά θέματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ζούμε στο 83ο έτος μ.Ν.Ε. [=μετά Νέαν Εστίαν]. Ένα περιοδικό που η μακροβιότητά του δημιούργησε μια διατέμνουσα γραμμή, γεννηθέντες πριν και μετά την έκδοσή του. Σήμερα, από τα δώδεκα εκατομμύρια που ζουν στην Ελλάδα, τα 11, 650, 000 έχουν γεννηθεί ύστερα από τη χρονιά που πρωτοκυκλοφόρησε το έντυπο αυτό. Όσον αφορά τις 350 χιλιάδες των ζώντων Ελλήνων, που γεννήθηκαν πριν από το 1927, ας μη βιαζόμαστε. Το πρόβλημα λύνεται σιγά σιγά και οσονούπω θα βρεθούν όλοι από τη μία και μοναδική πλευρά που θα υπάρχει: των γεννηθέντων μετά την έκδοση του περιοδικού.
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος προεκτείνει το θέμα αναφερόμενος και στην αποχώρηση όλων ημών που ήρθαμε στη ζωή μετά το 1927, ενώ ηΝέα Εστία θα συνεχίζει, αταλάντευτη, αμέτοχη και αδιάφορη για την προσωπική μας πορεία, τη μηνιαία κυκλοφορία των τευχών της. Γιατί, στην τελευταία ποιητική συλλογή του Δ. Δασκαλόπουλου Υπαινιγμοί, ο αναγνώστης στέκεται στο τελευταίο ποίημα, με τίτλο “Έξοδος”, τίτλος που ούτε κρύπτει, ούτε δηλοί, αλλά σημαίνει:
ΕΞΟΔΟΣ
Ο ήλιος του απογεύματος
φώτιζε τα αδειανά ράφια
της βιβλιοθήκης.
Σκέφτηκε πως,
έως ότου πεθάνει,
δεν θα έχουν ακόμα γεμίσει
από τους μελλοντικούς τόμους
της “Νέας Εστίας”.
Ο καβαφικός ήλιος του απογεύματος φώτιζε άλλα πράγματα και ανέσυρε από τη μνήμη άλλα συναισθήματα, εδώ το ποιητικό υποκείμενο υπάρχει και παίζει με τα βιβλία και τα περιοδικά έντυπα, μετρά τη ζωή του με τη μεζούρα των σελίδων και την αρίθμηση των τευχών που συσσωρεύονται, το δέσιμο των τόμων, την ταξινόμησή τους στα ράφια της βιβλιοθήκης. Όμως, διαβάζοντας και μελετώντας τις βιβλιογραφίες και τις μελέτες του Δασκαλόπουλου, διαπιστώνεις ότι το περιοδικό Νέα Εστία αποτελεί το περισσότερα αναφερόμενο έντυπο. Από όλα τα περιοδικά που αναδίφησε, η Νέα Εστία του έδωσε τα περισσότερα λήμματα, προσφεύγει σ’ αυτήν τακτικά και τεκμηριώνει τα γραφτά του παραπέμποντας στις σελίδες της. Όμως το χιούμορ του, το χαρίεν και παιγνιώδες ύφος του, του επιτρέπει την αποστασιοποίηση και την πικρή ειρωνεία, με αφορμή ένα οικείο έντυπο να δει το θεμελιώδες θέμα της ζωής και του θανάτου, παίζοντας εν παικτοίς.[2]
Το σπαρακτικό στην πίκρα του “παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία” του Καρυωτάκη, εγκαθίσταται αμέσως στη σκέψη, όμως εδώ αισθάνομαι ότι αυτή η υπόγεια ή εμφανής ειρωνεία και το παιγνιώδες, που αναρριπίζει πολλές από τις σελίδες του (σελίδες από όλα τα είδη με τα οποία ασχολήθηκε), πως ο λόγιος Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο ποιητής, ο βιβλιογράφος, ο μελετητής, ο πάντοτε πνιγμένος μια ζωή σε έντυπα και βιβλία, έπαιξε και παίζει στη ζωή του και χαρτιά.
Σάββας Παύλου