Sir Βασίλειος Μαρκεζίνης, καθηγητής Πανεπιστημίων Λονδίνου και Τέξας
Eπίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Aθηνών Συνέντευξη του Βασ. Μαρκεζίνη στις Δ. Λεμπεσοπούλου και Τ. Μιχαηλίδου
Την Κυριακή 7 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε η τελετή αναγόρευσης του Sir Βασιλείου Μαρκεζίνη σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ήταν ο πρώτος σημαντικός τίτλος που κατέκτησε στην πολύχρονη πορεία του ως ακαδημαϊκός διδάσκαλος, ερευνητής και συγγραφέας ο κ. Μαρκεζίνης, αλλά, όπως επεσήμανε και ο ίδιος, ένας από τους πιο τιμητικούς, δοσμένος από το Πανεπιστήμιο από το οποίο και ο ίδιος ξεκίνησε την αξιοθαύμαστη διεθνή πορεία του.
Ο κ. Μαρκεζίνης αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών, της οποίας ανακηρύχθηκε και διδάκτορας. Στη συνέχεια, εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, όπου και αποκτά το δεύτερο Διδακτορικό του τίτλο, στην Οξφόρδη, όπου ιδρύει το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Συγκριτικού Δικαίου, στο Πανεπιστήμιο του Λάηντεν και στα Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και Τέξας, όπου εργάζεται μέχρι και σήμερα. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει πάνω από 32 βιβλία και 120 νομικά άρθρα. Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας από πληθώρα πανεπιστημίων, όπως αυτά του Γκεντ, Μονάχου, Οξφόρδης, και Παρισιού Ι και έχει κατά καιρούς λάβει εξαιρετικά υψηλές τιμές και αξιώματα από τους Προέδρους της Ελληνικής, της Γαλλικής, της Γερμανικής, της Ιταλικής και της Αγγλικής Δημοκρατίας.
Το πολυσχιδές έργο του επικεντρώνεται στους τομείς του Αστικού Δικαίου, της θεωρητικής μελέτης του Δημόσιου Δικαίου, της Μεθοδολογίας και της Φιλοσοφίας του Δικαίου και κυρίως στον τομέα του Συγκριτικού Δικαίου.
Τον τιμώμενο προσφώνησε ο Αντιπρύτανης και προσωπικός φίλος του κ. Μαρκεζίνη, καθηγητής κ. Ι. Καράκωστας, ενώ το έργο του παρουσίασε λεπτομερώς ο Καθηγητής Αστικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής κ. Παναγιωτόπουλος.
Στη συνέχεια, ακολούθησε ομιλία του κ. Μαρκεζίνη με θέμα «Η σύγχρονη αμερικανική πολιτική σκέψη και η επιρροή της στο δίκαιο».
Στην ομιλία σας σημειώσατε μεταξύ άλλων τα εξής: «Δεν πρόκειται για απόδοση τιμής σε μένα μόνο αλλά σε όλους τους Έλληνες που αγωνίζονται και επιβιώνουν σε ξένες χώρες». Πώς βλέπετε την παρουσία των Ελλήνων ερευνητικά και ακαδημαϊκά στο εξωτερικό, και ποια η θέση γενικά της Ελλάδας στους αντίστοιχους χώρους στο εξωτερικό;
Στην αληθινή ζωή, καμία χώρα ή κανένας θεσμός δεν έχει τη δυνατότητα να ανταμείψει όλα τα μέλη της/του που αξίζουν, γι' αυτό επιλέγονται ένα ή δύο, συχνά δε επί τη βάσει τυχαίων κριτηρίων. Νομίζω ότι ανήκω σ' αυτή την κατηγορία και το λέω αυτό όχι από μετριοφροσύνη, αλλά επειδή γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες που τα έχουν πάει περίφημα στο εξωτερικό και αξίζουν την ίδια προσοχή με μένα. Το να εργάζεται κανείς στο εξωτερικό είναι μία πρόκληση, από πολλές πλευρές μάλιστα μία πολύ μεγάλη πρόκληση. Εκείνοι που επιβιώνουν δικαιούνται την αναγνώριση. Και, όπως είπα, είμαι μόνον ένας μεταξύ πολλών. Το ελληνικό στοιχείο εκτός της Ελλάδας είναι πολυάριθμο και σημαντικό και η πατρίδα μας έχει διαπράξει ένα μεγάλο λάθος μη χρησιμοποιώντας το περισσότερο. Για ποιο λόγο επιλέξατε να αφιερώσετε την ερευνά σας στον τομέα του συγκριτικού δικαίου;
Η συγκριτική των δικαίων όχι μόνον βοηθεί κάποιον να κατανοήσει άλλα συστήματα και πολιτισμούς, αλλά βοηθεί επίσης κάποιον να καταλάβει καλλίτερα το δικό του σύστημα ή τον δικό του πολιτισμό.
Το βλέπουμε αυτό στις γλώσσες, αλλά και στο δίκαιο. Όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου ως Καθηγητής Νομικής, οι σπουδές Ευρωπαϊκού Δικαίου ήταν σε εμβρυώδες επίπεδο. Τούτο αποτελούσε μία εξαιρετικά ελκυστική ευκαιρία, που δεν μπορούσε να μην εκμεταλλευθεί κανείς. Νομίζω, ακόμη, ότι η προσπάθεια να κατανοήσεις μέσω της συγκριτικής έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης σε αναγκάζει να ανοίξεις τους ορίζοντες σου οδηγεί το μυαλό σου σε νέες κατευθύνσεις και σε κάνει να σκέπτεσαι το μέχρι πρότινος αδιανόητο.
Εν συντομία, η συγκριτική των δικαίων έχει να παρουσιάσει ιδιαίτερα πνευματικά όπως και πρακτικά οφέλη, ιδίως σε μία εποχή πλέον που ο κόσμος μικραίνει όλο και περισσότερο και είναι απαραίτητη η μεταξύ μας συνεργασία.
Εφόσον τα επιμέρους δίκαια των χωρών αντανακλούν κυρίως τις δικαιικές αξίες και παραδόσεις τους, κατά πόσον μπορεί να επιτευχθεί μία ενοποίηση και αντιστοίχιση των δικαίων;
Δεν τάσσομαι υπέρ μιας ενοποίησης ή ομοιογένειας, τάσσομαι μόνον υπέρ μιας μεγαλύτερης συνεννόησης μεταξύ μας, όπως και εναρμόνισης, όπου αυτό απαιτούντο εμπόριο ή άλλοι παρόμοιοι παράγοντες. Αυτός είναι και ένας απ' τους λόγους που βρήκα την ιδέα κατάστρωσης ενός Ευρωπαϊκού Κώδικα τόσο ουτοπική και περιττή, ιδίως εάν ήταν δεσμευτικής φύσεως και όχι απλώς ένα μοντέλο για τους κοινωνούς, που θα μπορούσαν να το ακολουθήσουν εάν έκριναν ότι ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν νομίζω ότι πρέπει να υπερτονίζετε την ιδιαίτερη φύση των τοπικών παραγόντων. Διότι, πρώτον, το στοιχείο αυτό έχει την τάση να εμφανίζεται σε μερικούς μόνον τομείς του δικαίου, όπως το οικογενειακό δίκαιο, αλλά όχι σε άλλους (όπως το δίκαιο των διεθνών συναλλαγών). Δεύτερον, παρ' όλα αυτά, ακόμη και σε ζητήματα στενά συνδεδεμένα με τοπικούς ή θρησκευτικούς κανόνες ή έθιμα, η αυξημένη παγκοσμιοποίηση, η αστικοποίηση, οι μετακινήσεις και η τεχνολογία μάς έχουν φέρει όλους εγγύτερα τον έναν στον άλλον. Είτε αυτό αρέσει σε κάποιον είτε όχι, κοιτάξτε, για παράδειγμα, τα ενισχυμένα δικαιώματα που αναγνωρίζονται πλέον για τις ομοφυλικές συγκατοικήσεις. Ούτε η θρησκεία δεν κατόρθωσε να σταματήσει αυτές τις αλλαγές, κι αυτό διότι η ίδια η κοινωνία έχει πλέον αλλάξει, και μάλιστα προς την ίδια κατεύθυνση σχεδόν παντού. Το δίκαιο πρέπει να αντανακλά αυτές τις μεταβολές και στις μέρες μας οι περισσότερες χώρες και τα περισσότερα συστήματα υπόκεινται στο ίδιο είδος πιέσεων και αναγκών. Θα πρέπει, επιπλέον, να τονίσω ότι έχω εργασθεί υπέρ μιας περισσότερο ενοποιημένης Ευρώπης, και όχι υπέρ μιας ενιαίας, ομογενοποιημένης Ευρώπης. Ο Στρατηγός de Gaulle το έθεσε εύστοχα όταν μίλησε για την «Ευρώπη των χωρών» («l'Europe des pays»). Σε κάθε περίπτωση, μία ενωμένη Ευρώπη απομακρύνεται, κατά την άποψη μου, όλο και περισσότερο από την ιδέα αυτή όσο σπεύδουμε να την διευρύνουμε χωρίς την προσήκουσα περίσκεψη και χωρίς προηγουμένως να μεταρρυθμίσουμε τους εσωτερικούς και συχνά δυσλειτουργούντες θεσμούς της. Εάν συνεχίσουμε να πορευόμαστε στο μέλλον όπως τώρα, θα καταστρέψουμε και δεν θα βελτιώσουμε το όνειρο που ξεκίνησε στη Ρώμη το 1955. Τα δίκαια που εφαρμόζουν τα διεθνή και ευρωπαϊκά δικαστήρια είναι ένα μείγμα στοιχείων των δικαίων των επιμέρους χωρών και προσαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση, ή εφαρμόζεται το δίκαιο των ισχυρότερων;Και ναι και όχι. Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, προερχόμενο είτε από το Στρασβούργο είτε από το Λουξεμβούργο, συχνά βασίζεται σε εθνικές παραδόσεις και κανόνες, εν συνεχεία σχηματίζει τους δικούς του κανόνες, τους οποίους επανεξάγει στα κράτη-μέλη. Το τελευταίο, όμως, σημείο του ερωτήματος σας είναι, νομίζω, παραπλανητικό. Αυτό που επικρατεί δεν είναι το σύστημα του «ισχυρότερου έθνους», αλλά εκείνο το σύστημα που προσφέρει τις πλουσιότερες και προσφορότερες προς εξαγωγή λύσεις. Η Νότιος Αφρική και το Ισραήλ ή ακόμη και ο Καναδάς, για παράδειγμα, είναι, από πληθυσμιακής απόψεως, μικρές και νέες χώρες ·παρ' όλα αυτά, τα δικαστήρια τους παρέχουν στις μέρες μας ένα πληροφοριακό απόθεμα, το οποίο, με την κατάλληλη κάθε φορά προσαρμογή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί - και πράγματι χρησιμοποιείται - και αλλού. Στη σύγκριση μεταξύ των δικαίων και στη σύνθεση ενός ενιαίου δικαίου, θα μπορούσαμε να πάρουμε στοιχεία από ανατολικές χώρες ή η θεώρησή τους διαφέρει ριζικά από την Ευρωπαϊκή και Αμερικανική, με αποτέλεσμα κάτι τέτοιο να είναι αδύνατο;
Δεν είμαι βέβαιος τι εννοείτε με τον όρο «ανατολικές χώρες». Για παράδειγμα, η Κίνα, μία εξαιρετικά σημαντική χώρα, τόσο πολιτιστικά όσο και πολιτικά, δανείζεται στις μέρες μας από εμάς περισσότερα από εκείνα που εμείς χρειαζόμαστε να δανεισθούμε από αυτήν, στην προσπάθειά της να δημιουργήσει μία οικονομία της αγοράς. Στο μέλλον, αυτό μπορεί να αλλάξει. Εάν, από την άλλη πλευρά, με τον όρο «ανατολικές», θέλετε να συμπεριλάβετε, τρόπον τινά, χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες διαθέτουν μικτά θρησκευτικά και νομικά συστήματα, τότε οι πιθανότητες να ασκήσουν αυτές επιρροή στα νομικά μας συστήματα είναι πολύ μικρότερες, ιδίως σε ζητήματα εμπορικού δικαίου, όπου τα αγγλο-αμερικανικά συστήματα έχουν ήδη ένα αδιαμφισβήτητο προβάδισμα ένεκα του γεγονότος ότι στις μέρες μας η αγγλική γλώσσα είναι η lingua franca, αλλά και επειδή οι μεγαλύτεροι χρηματοδοτικοί οίκοι και τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία βρίσκονται στα χέρια του αγγλοσαξονικού κόσμου.
Στην ομιλία σας αναφέρετε, μεταξύ άλλων, την επιθυμία των Η.Π.Α. για αυτοεξαίρεση και για ένα είδος απομονωτισμού από επιρροές στο νομοθετικό τους σύστημα. Γιατί νομίζετε ότι συμβαίνει αυτό; Λόγω νοοτροπίας ή λόγω μιας υπέρμετρης αίσθησης ασφάλειας; Αυτό με ποιο τρόπο έχει επιπτώσεις στην εξωτερική τους πολιτική;
Αυτό είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο.
Εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι στην Αμερική τώρα υπάρχει πολύ περισσότερο τοπικό δίκαιο απ' ό,τι πριν από πενήντα χρόνια ή πριν από έναν αιώνα και, ως εκ τούτου, οι Αμερικανοί αισθάνονται λιγότερο την ανάγκη να δανεισθούν νομικά στοιχεία από άλλες χώρες. Δεύτερον, διαθέτουν μία τεχνολογικά πιο προηγμένη κοινωνία σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες χώρες και, γι' αυτό, πολλά από τα νέα προβλήματα, ιατρικά, ιατρο-ηθικά, τεχνολογικά, και τα νομικά προβλήματα που αυτά γεννούν, έχουν αντιμετωπισθεί πρώτα από εκείνους πριν καν εμφανισθούν σε μας στην Ευρώπη. Τέλος, έχω τη γνώμη ότι η αυξανόμενη πολιτική και στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α. έχει μετασχηματίσει μία καλοπροαίρετη και αξιοθαύμαστη αυτοπεποίθηση σε ένα είδος αλαζονείας, που ούτε επιθυμητή είναι ούτε δε πρόκειται να βοηθήσει τις Η.Π.Α. μακροπρόθεσμα.
Όσον αφορά στο θέμα της Κύπρου, μια ισχυρή ευρωπαϊκή δικαιική ενοποίηση θα μπορούσε να δώσει μια λύση που ίσως τώρα να μην μπορεί να δοθεί;
Νομίζω ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι κυρίως πολιτικό και διπλωματικό και, ως τέτοιο, απαιτεί μία διαδικασία «δούναι και λαβείν», όπως και μία αίσθηση του μέτρου από όλες τις πλευρές. Προβλήματα, ωστόσο, αυτού του είδους -το παλαιστινιακό είναι ένα ακόμη- με την πάροδο των ετών έχουν φορτισθεί τόσο πολύ συναισθηματικά ή συναρτώνται πλέον τόσο πολύ με ευρύτερα σοβαρά πολιτικά συμφέροντα που η επίλυσή τους μέσω ορθολογικής σκέψεως συχνά μοιάζει αδύνατη.
Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνω αυτό που είπα και προηγουμένως: δεν βλέπω να αναδύεται κατά τη διάρκεια της ζωής μου ένα ενιαίο Ευρωπαϊκό νομικό σύστημα και δεν είμαι βέβαιος ούτε καν αν επιθυμώ κάτι τέτοιο.
*από το:
http://kapodistriako.uoa.gr/stories/100_in_01/index.php?m=2